Ηταν, από μια άποψη, ένα déjà vu: ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας επισκέφθηκε χθες το Αττικό Νοσοκομείο για να διαβάσει ένα πανό που έγραφε ότι «Δεν θα περάσει το σφαγείο ΕΕ – ΔΝΤ – κυβερνήσεων» και μια ανακοίνωση που έλεγε ότι επισκέπτεται το νοσοκομείο «για να τιμήσει τους «ευεργέτες εφοπλιστές» που έδωσαν κάτι λίγα από το υστέρημά τους για να έχουν να λένε ότι μόνο με την ιδιωτική πρωτοβουλία και όχι με το ανίκανο και τεμπέλικο Δημόσιο μπορεί να λειτουργήσει το σύστημα υγείας». Στους γιατρούς που κρατούσαν το πανό και συνέταξαν την ανακοίνωση ο υπουργός θα μπορούσε να δει τον προμνημονιακό εαυτό του.

Ολοι υπόλοιποι βλέπουμε στην ίδια σκηνή αυτό που περιέγραψε ένας πρώην υπουργός στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ: το τέλος ενός επίπλαστου διαχωρισμού ανάμεσα στους παραδομένους μνημονιακούς και τους ασυμβίβαστους αντιμνημονιακούς, τη χορογραφία μιας πολιτικής εξαπάτησης, η οποία στηρίχθηκε σε μια ακραία ρητορική όπου χώρεσαν και νομιμοποιήθηκαν τα πάντα –από τις κρεμάλες των Αγανακτισμένων της Πλατείας Συντάγματος και τη δικαιολόγηση της βίας έως τις απειλές για ειδικά δικαστήρια.

Στην προμνησία τού αναπληρωτή υπουργού και στην ομολογία τού πρώην βλέπει κανείς τον βασικό πολιτικό λόγο για τον οποίο το «τέλος των Μνημονίων» στην Ελλάδα δεν ήρθε ποτέ, αντίθετα με την Ιρλανδία, την Κύπρο ή την Πορτογαλία. Βλέπει γιατί το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία της ανθρωπότητας μοιάζει να έπεσε σε μια τρύπα και γιατί μια χωρίς προηγούμενο δημοσιονομική προσαρμογή τσακίστηκε στα βράχια της τεχνητής πόλωσης. Βλέπει γιατί η ιστορία δεν θα επαναληφθεί ούτε σαν φάρσα ούτε σαν τραγωδία. Αλλά σαν παρωδία Βόρειας Κορέας.