Αν μια γαλακτοβιομηχανία αλλάξει χέρια, ο καταναλωτής θα βρει την επόμενη μέρα στα ράφια το ίδιο γιαούρτι. Δεν ισχύει το ίδιο και για τις εφημερίδες.

Τα συστατικά των προϊόντων της ενημέρωσης –η υπεραξία που τα συνδέει με το κοινό τους για γενιές ολόκληρες –είναι άυλα. Είναι ένα κεφάλαιο αξιακό που το εκφράζουν και το μεταλαμπαδεύουν οι άνθρωποι. Οι δημοσιογράφοι.

Ετσι και αυτή η εφημερίδα. Είναι επί δεκαετίες πυλώνας της δημόσιας σφαίρας, επειδή ενσωματώνει και καλλιεργεί ορισμένες αξίες. Τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας. Το προοδευτικό Κέντρο. Τις σταθερές της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Αυτή η εφημερίδα –μαζί με την αδελφή της, «Το Βήμα» –είναι μια από τις πλουραλιστικές κοίτες μέσα από τις οποίες πέρασαν οι πολιτικές ιδέες και τα πολιτιστικά ρεύματα που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα. Σε αυτή τη λειτουργία της οφείλει ακόμη την επιρροή της.

Σε μια εποχή κατά την οποία η πολιτική μόδα είναι το μίσος για τα παραδοσιακά ΜΜΕ, αυτές οι ιστορικές διαπιστώσεις ακούγονται σαν αυτάρεσκο ευχολόγιο. Ομως, παρά την παγκόσμια παρακμή του Τύπου που συνέπεσε με την εγχώρια κρίση, τα παραδοσιακά ΜΜΕ εξακολουθούν να διατηρούν την ακτινοβολία τους. Εξακολουθούν να ασκούν επιρροή που δεν αποτυπώνεται κατ’ ανάγκην στις κυκλοφορίες τους ή τα έσοδά τους. Γι’ αυτό και λυσσωδώς προσπαθούν να τα ελέγξουν ακόμη κι εκείνοι που πολιτεύονται δαιμονοποιώντας τα.

Κι εδώ αρχίζουν οι παρανοήσεις. Η ιδέα ότι σφετεριζόμενος κάποιος έναν ιστορικό τίτλο αποκτά αυτομάτως και την ισχύ του, για να τη διαθέσει για τις δικές του σκοπιμότητες, δεν είναι μόνο αντιδημοκρατική. Είναι και εξωπραγματική. Η ισχύς των εφημερίδων είναι συνυφασμένη με το άυλο, ιστορικό τους κεφάλαιο. Αν κάποιος το απαλείψει, απαλείφει και τον λόγο ύπαρξης της εφημερίδας.

Αν αύριο κάποιος τυπώσει ένα φύλλο με τους ιδεασμούς του, κοσμώντας το με το λογότυπο των «ΝΕΩΝ», αυτό που θα κρεμαστεί στα περίπτερα δεν θα είναι «ΤΑ ΝΕΑ». Οι εφημερίδες δεν είναι γιαούρτια.