Ηταν η βουβή είδηση του τελευταίου μήνα. Σχεδόν βουβή. Γιατί όποιος είχε αφτιά, θα άκουσε τον τόνο με τον οποίο εκφράστηκε η αντιπολίτευση για το Κυπριακό.

Ηταν μια σπάνια στιγμή διακομματικής αυτοσυγκράτησης. Κανείς από τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ ή Το Ποτάμι δεν έδειξε ότι θέλει να δυσκολέψει την κυβέρνηση. Οτι θα ήθελε να της βάλει ψηλά τον πήχη της εθνικής ορθότητας, προκειμένου να της χρεώσει μετά χαιρέκακα τη χαμηλή πτήση ενός συμβιβασμού. Το αντίθετο. Ολοι έδειξαν τη σπάνια διάθεση να μη διαταράξουν τη διαπραγμάτευση με αντιπολιτευτική σπέκουλα.

στο Κυπριακό η αντιπολίτευση προέρχεται, λένε, από τους κόλπους της ίδιας της κυβέρνησης. «Σε αυτό το θέμα, ο Τσίπρας φαίνεται να είναι πιο κοντά με τον Μητσοτάκη, απ’ ό,τι με τον υπουργό του ή με άλλα αυτόνομα ελλαδικά κέντρα, που δείχνουν ζωηρό ενδιαφέρον για όλα». Η εκτίμηση προέρχεται από παράγοντα της αντιπολίτευσης –της πραγματικής, όχι της ενδοκυβερνητικής –γι’ αυτό μπορεί κανείς να της συγχωρήσει την υπερβολή. Η υπερβολή λειτουργεί απλώς ως μεγεθυντικός φακός στην πραγματικότητα.

Ποια είναι αυτή η πραγματικότητα; Δεν χρειάζεται κανείς να πιστέψει τα δημοσιεύματα για το ποιος και με ποια ατζέντα επέσπευσε τη διακοπή των συνομιλιών στη Γενεύη. Δεν χρειάζεται να πάρει στα σοβαρά τις αναφορές για τον ρόλο της Μόσχας –και την εικαζόμενη επιρροή της σε μια διαπραγμάτευση, στην οποία επισήμως δεν μετέχει. Διαπραγμάτευση για το μέλλον ενός κράτους στο οποίο όμως μετέχει, έχοντας αποθέσει σε αυτό οικονομικό και γεωπολιτικό κεφάλαιο.

Για να το πει κανείς με τη γλώσσα του Νίκου Κοτζιά, δεν χρειάζεται να λάβει υπόψη του τον «βρώμικο» και «πληρωμένο» Τύπο, προκειμένου να διαγνώσει τις διαφορές μεταξύ του υπουργού και της κυβέρνησής του. Μέχρι στιγμής, το Μαξίμου έχει αποφύγει τις προπατορικές έξεις: Πρώτον, να δαιμονοποιεί αυτόν με τον οποίο διαπραγματεύεται και, δεύτερον, να προβάλλει στην οθόνη της εσωτερικής πολιτικής τις εντάσεις της ανοιχτής διαπραγμάτευσης.

Ο υπουργός, από την άλλη, ακούγεται σαν αντίλαλος του ερντογανικού μπούλιινγκ, όταν λέει ότι οι Τούρκοι «το έβαλαν στα πόδια». Και εμφανίζεται να ξεθάβει το ελληνόμετρο, όταν αναθεματίζει εκείνους που διαφωνούν μαζί του ως «ουρά του τουρκικού εθνικισμού».

Τίποτε από όλα αυτά δεν διεκδικεί ιστορική πρωτοτυπία. Ούτε η υπερπαραγωγή φρονήματος. Ούτε ο αντιπαραγωγικός μελοδραματισμός. Ούτε οι εγωισμοί που αξιώνουν την ταύτισή τους με το εθνικό συμφέρον. Ούτε, βέβαια, η ανάγκη της Λευκωσίας να τα καλύψει όλα αυτά κάτω από εθνικώς και διαπραγματευτικώς αυτονόητους όρκους ενότητας.

Τίποτε δεν είναι πρωτότυπο, εκτός από την προϊούσα αδυναμία της κυβέρνησης να κρατήσει τη γραμμή που η ίδια έχει χαράξει.