Διάβασα στο τελευταίο τεύχος του «Spiegel» ένα εξαιρετικά ερεθιστικό δημοσίευμα: την έκθεση ενός συνεργάτη του περιοδικού για τις συναντήσεις και συνομιλίες του με τον Γκετς Κουμπίτσεκ, τον σημαντικότερο διανοητή της «Νέας Δεξιάς» (δηλαδή της νεοεθνικιστικής Δεξιάς) στη Γερμανία. Λέω ότι ήταν τόσο ερεθιστικό επειδή προκαλεί όσους αναθεματίζουν αυτόν τον ιδεολογικό χώρο να σκεφτούν έξω από τα στερεότυπα που τον περιγράφουν, να επανεξετάσουν τις δικές τους διανοητικές σταθερές.

Αυτή την πρόκληση είναι φανερό ότι την αισθάνθηκε και ο αρθρογράφος του «Spiegel», ενός σοσιαλφιλελεύθερου ή, όπως θα λέγαμε εδώ, κεντροαριστερού εντύπου με ακραιφνώς «πολιτικά ορθή» στάση σε όλα. Το κάπως αμήχανο συμπέρασμά του είναι ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον διάλογο με τη Νέα Δεξιά, ούτε στη Γερμανία ούτε αλλού. Πρώτον, επειδή η κριτική της στη νέα τάξη πραγμάτων τέμνεται σε αρκετά ζητήματα με την αριστερή κριτική, ενώ σε άλλα αναδεικνύει (και πλήττει) τα τρωτά σημεία των αριστερών προσεγγίσεων. Και δεύτερον, επειδή αυτή η αντισυστημική Δεξιά ήρθε για να μείνει, σε έναν δυτικό κόσμο εξαντλημένο από τη νεωτερικότητα, την «πρόοδο» και τις ανατροπές που φέρνει η άναρχη παγκοσμιοποίηση.

Πολλούς θα τους αιφνιδιάσει η απερίφραστη καταδίκη του ναζισμού από τον Κουμπίτσεκ, και μάλιστα όχι μόνο για το Ολοκαύτωμα και τα άλλα ναζιστικά εγκλήματα. Το φαινομενικά αλλόκοτο σκεπτικό του είναι αποκαλυπτικό. Για τον Κουμπίτσεκ, ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν ένα κίνημα μάλλον αριστερό παρά δεξιό. Γιατί, όπως ο κομμουνισμός, επιδίωκε να δημιουργήσει έναν καινούργιο άνθρωπο και τέτοια σχέδια είναι αριστερογενή.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο διανοητικός πυρήνας του νεοεθνικισμού και η διαφορά του από την Ακροδεξιά, με την οποία πολλοί τον συγχέουν. Ο νεοεθνικισμός είναι μια μορφή συντηρητισμού και ως τέτοια απεχθάνεται τις ουτοπίες που ονειρεύονται ιδανικές κοινωνίες με ιδανικούς ανθρώπους. Δεν θέλει να αλλάξει τον άνθρωπο αλλά να τον προστατέψει από επίδοξους δόκτορες Φράνκενσταϊν. Δεν θέλει να ανατρέψει αλλά να ανακόψει. Δεν είναι επιθετικός, όπως ο παλιός εθνικισμός, αλλά αμυντικός. Σκοπός του δεν είναι να εγκαθιδρύσει μια νέα τάξη πραγμάτων αλλά να διαφυλάξει αυτό που απειλείται από την επέλαση μιας νέας τάξης πραγμάτων. Η δική του ουτοπία είναι η ιδέα πως μπορεί να σταματήσει τον ιστορικό χρόνο.

Η Δεξιά αυτή συμπίπτει πλήρως με την αντισυστημική Αριστερά στην απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και του ίδιου του καπιταλισμού. Επίσης δεν αμφισβητεί, τουλάχιστον άμεσα, την κοινοβουλευτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Ούτε παίζουν ρόλο στην ιδεολογία της φυλετικές θεωρίες, όπως στους νεοναζί. Αυτό που τη διαχωρίζει από ό,τι βρίσκεται αριστερότερά της, συστημικό ή μη, είναι κυρίως η απόλυτη έμφασή της στο έθνος ως διαχρονικά σταθερή ταυτοτική (όχι απαραίτητα καταγωγική) κοινότητα. Στην αντίληψή της τα έθνη πρέπει να συνυπάρχουν ειρηνικά, αλλά χωρίς πολιτισμικές επιμιξίες που νοθεύουν την ταυτότητά τους.

Μια τέτοια στεγανοποίηση βέβαια είναι, ήταν πάντοτε ανέφικτη. Τα έθνη και οι πολιτισμοί που την επιχείρησαν το πλήρωσαν μάλιστα με μαρασμό ή και εξαφάνιση. Ωστόσο, και μολονότι η Νέα Δεξιά δεν έχει να προτείνει ρεαλιστικές, βιώσιμες λύσεις στα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης και του σύγχρονου καπιταλισμού, θίγει προβλήματα απολύτως πραγματικά και δυστυχώς της παραχωρήθηκε το μονοπώλιο της διάγνωσής τους.

Καμιά ανθρώπινη κοινότητα δεν μπορεί να έχει συνοχή χωρίς ταυτότητα. Ταυτότητα σημαίνει όμως οριοθέτηση, συνείδηση διαφοράς από κάτι άλλο. Οι ιθύνουσες ελίτ στις όψιµες δυτικές κοινωνίες προώθησαν μια έννοια της ταυτότητας τόσο ρευστή που ισοδυναμούσε με κατάργησή της. Χωρούσαν σε αυτή όλα και τα αντίθετά τους. Το αποτέλεσμα δεν ήταν μια μεγάλη σύνθεση αλλά μια καταστροφική αποσύνθεση, ένα χάος από παράλληλες, περιχαρακωμένες μικροταυτότητες ανάμεσα σε μια πλειοψηφία ανθρώπων χωρίς προσανατολισμό και με νοσταλγία για τα παλιά μεγάλα, συμπαγή ταυτοτικά σύνολα. Αυτή η νοσταλγία, γέννημα φυσικής ανάγκης, είναι η πηγή της αυξανόμενης δύναμης του νεοεθνικισμού. Αν ο διάλογος μαζί του έχει κάποιο νόημα, είναι για να ανοίξει επιτέλους τα μάτια και τα αφτιά των αντιπάλων του σε κάτι που επιμένουν να αγνοούν.