Ι) Η Νέα Δημοκρατία έχει θέσει το εξής δίλημμα: «Τέταρτες εκλογές ή τέταρτο Μνημόνιο». Το πιο πιθανό όμως είναι να έχουμε τέταρτες εκλογές και τέταρτο Μνημόνιο. Η ιδέα πως ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν κερδίσει τις εκλογές, θα ξεπεράσει γρήγορα τα σοβαρά εμπόδια σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις και θα αποφύγει ένα επόμενο Μνημόνιο, είναι όνειρο θερινής νυκτός. Η μακρά εκλογική περίοδος, η συγκρότηση νέας κυβέρνησης, ο χρόνος που θα χρειαστεί για να μάθουν οι υπουργοί τα καθήκοντά τους και η νέα διαπραγματευτική ομάδα τον νέο τρόπο διαπραγμάτευσης –όλα αυτά σε ένα πλαίσιο όπου οι εταίροι μας σαφώς δεν θέλουν ξανά εκλογές, σίγουρα θα μας πάνε πίσω. Θα δώσουν ακόμη μία ευκαιρία στο ΔΝΤ να δικαιολογήσει την αδιάλλακτη στάση του και να νομιμοποιήσει τα σοβαρά λάθη που έχει κάνει στο παρελθόν. Θα δώσουν επίσης την ευκαιρία στον Σόιμπλε, που από την αρχή θεωρούσε πως η Ελλάδα δεν έπρεπε να μπει στην ευρωζώνη, να βάλει νέα εμπόδια στην προσπάθεια της χώρας να μπει ξανά στις αγορές. Αρα, οι εκλογές «εδώ και τώρα» (που η ΝΔ μάλλον θα κερδίσει), με αξιωματική αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ, θα έχουν καταστροφικά αποτελέσματα και για τη χώρα αλλά και για τη ΝΔ.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί με μεγαλύτερη επιτυχία να διαχειριστεί την αντίδραση των πολιτών στα εξαιρετικά επίπονα μέτρα που η τρόικα εξακολουθεί να μας επιβάλλει. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε, όπως το παραδέχτηκε ακόμα και το ΔΝΤ, πως τον επόμενο χρόνο θα έχουμε έναν μικρό ρυθμό ανάπτυξης και σχετική μείωση της ανεργίας. Αρα μπορεί σιγά σιγά, προς λύπη όλων αυτών που εύχονται τα χειρότερα, τα πράγματα να καλυτερεύσουν. Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε πως δεν θα καλυτερεύσουν, με ποιο τρόπο αν γίνει η ΝΔ κυβέρνηση θα μπορέσει να αλλάξει την κατάσταση; Η συνεχώς επαναλαμβανόμενη απάντηση είναι πως μέσω ριζικών αλλαγών θα έχουμε μαζική προσέλκυση ξένων επενδύσεων και μεγάλη μείωση της ανεργίας. Δυστυχώς οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, όπως ο εκσυγχρονισμός του κράτους, η μαζική φοροδιαφυγή στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, η πάταξη της πελατειακής κουλτούρας κ.τ.λ. παίρνουν χρόνο. Πώς θα επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι; Μέσω μιας «θεραπείας σοκ»; Δυστυχώς όπως είδαμε στη μετασοβιετική Ρωσία, οι θεραπείες εξπρές έχουν πάντα τα αντίθετα αποτελέσματα. Συμπέρασμα: αυτή τη στιγμή, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να φέρει εις πέρας τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα.

ΙΙ) Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει πολλά σφάλματα. Από τον λαϊκιστικό λόγο του Τσίπρα (που αμβλύνθηκε όταν αυτός αποφάσισε να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο) και την ανίερη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, μέχρι τα εμπόδια που μερικοί από τους κύριους συνεργάτες του έβαζαν συστηματικά σε προσπάθειες προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και τον κακοσχεδιασμένο τρόπο απονομής τηλεοπτικών αδειών –όλα τα παραπάνω προκάλεσαν σοβαρά εμπόδια στις κυβερνητικές προσπάθειες για να βγει η χώρα από την κρίση. Από την άλλη, όμως, η θέση πολλών ΜΜΕ πως η κυβέρνηση τίποτα δεν πέτυχε, πως π.χ. οι μεταρρυθμίσεις ψηφίστηκαν μεν αλλά καμιά δεν υλοποιήθηκε, είναι λανθασμένη. Το ΔΝΤ και οι διάφοροι ευρωπαίοι αξιωματούχοι που υποστηρίζουν πως η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι τόσο αφελείς, δεν κοιτάνε μόνο την ψήφιση νόμων. Εξετάζουν επίσης σε ποιο βαθμό αυτοί οι νόμοι έχουν υλοποιηθεί. Επιπλέον, οι προβλέψεις πως η αξιολόγηση θα τελειώσει το αργότερο στις αρχές του νέου χρόνου, αντίθετα με αυτούς που προβλέπουν το αντίθετο, είναι σωστές. Αν ο Ντράγκι, που σαφώς θέλει να μας βοηθήσει, προχωρήσει στην αξιολόγηση (της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ένταξή μας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης.

ΙΙΙ) Η Κεντροαριστερά (κυρίως η Δημοκρατική Συμπαράταξη και Το Ποτάμι), για προφανείς λόγους, δεν θέλει άμεσες εκλογές. Πρέπει να πάψουν όμως, όπως η ΝΔ, να δαιμονοποιούν τον ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνοντας συνεχώς πως πρόκειται να μας οδηγήσει σε ένα αυταρχικό καθεστώς τύπου Τσάβες, Πούτιν ή Ερντογάν. Αντίθετα, πρέπει να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν γέφυρες με τον ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό την απαγκίστρωση από το κόμμα των ΑΝΕΛ. Αν δεν κάνουν προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν διαφοροποιηθούν από τη ΝΔ σε αυτό τουλάχιστον το θέμα, θα συμβάλουν στην εμπέδωση μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των δημοκρατικών και των «αντιδημοκρατικών» συριζαϊκών δυνάμεων. Αυτό σίγουρα δεν βοηθάει ούτε την Κεντροαριστερά ούτε τον παραπέρα εκδημοκρατισμό της χώρας. Οδηγεί απλώς σε μια κατάσταση όπου όσοι δεν συμφωνούν με τον διχασμό θα θεωρούνται αυτόματα οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή, ακολουθούν μια μανιχαϊστική λογική: ή είσαι με εμάς ή με τον αυταρχικό ΣΥΡΙΖΑ.

Συμπεραίνοντας, είναι επιτέλους καιρός η αντιπολίτευση να μην κάνει κριτική μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη. Δηλαδή, να σταματήσει τις κοκορομαχίες, τους κανιβαλισμούς των αντιπάλων και τα γενικόλογα σλόγκαν περνώντας σε έναν λόγο που θα δίνει έμφαση στον ουσιαστικό διάλογο και στην εποικοδομητική κριτική της κυβέρνησης. Δηλαδή, από τον συγκρουσιακό στον συναινετικό τρόπο διαβούλευσης, από τον λασπολογικό σε έναν νέο κομματικό πολιτισμό. Για τη στιγμή, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Η παλαιοκομματική κουλτούρα σε αντιπολίτευση αλλά και σε κυβέρνηση ζει και βασιλεύει.

Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο London School of Economics