Είναι αυτός που σου μετράει τα λαμπάκια ένα ένα. Με το δάχτυλο. Βάζει τώρα ο άλλος μια φωτογραφία με το δεντράκι ΤΟΥ. Που στόλισε στο σπιτάκι ΤΟΥ. Με την οικογένειά ΤΟΥ, τους φίλους ΤΟΥ, τον έρωτά ΤΟΥ. Με αγάπη, με κέφι και με εκείνη τη φευγαλέα εορταστική αγαλλίαση.

Κι απ’ την άλλη μεριά, είναι ο μαλάκας που μετράει με το δάχτυλο. Ενα, δύο, τρία, πέντε οχτώ. Πόσες μπάλες έβαλες, πόσα λαμπιόνια κρέμασες, πόσα στολίδια, πόσα αγγελάκια, Πες Μου Οτι Αυτό Το Αστεράκι Είναι Καινούργιο Να Τα Δω Ολα. Λες και τα πλήρωσε απ’ την τσέπη του. Πήγες τώρα εσύ και του είπες «μπάρμπα, δώσ’ μου τη μισή σου σύνταξη να τηνε φάω στις μπάλες». Και μετράει. Μετράει, μετράει, μετράει. Με σφιγμένα χείλη, ζαρωμένα φρύδια, γρυλισμούς και μια μούρη ένα με τη μοκέτα. Μετράει, κρίνει, κατακρίνει.

Μιλάμε γι’ αυτή την ειδική συνομοταξία συμπλεγματικών που ακμάζει κυρίως σε χώρες που (τους) ξέχασαν την ομορφιά του ουράνιου τόξου και προ πολλού περιορίστηκαν στη μιζέρια του ασπρόμαυρου. Ο μαλάκας, ο Απόλυτος Μαλάκας –έτσι με κεφαλαία για τον δοξάσουμε –είναι η αυτόκλητη συνείδησή σου. Στολίζεις ενώ ο άλλος δεν έχει μια; Τόσο αναίσθητος πχια;

Το γεγονός πως εσύ μπορείς και να γιορτάσεις και να νοιαστείς και να στολίσεις και να βοηθήσεις ούτε που του περνάει. Δεν γίνονται, σου λέει, αυτά τα πράγματα. Δεν γίνονται παιδιά, λέει ο τιτανομέγιστος, που η φωτογραφία του αποτελεί επεξηγηματικό λήμμα στον ορισμό «μαλακία».

Και σου κοτσάρει κάτι γκουγκλικές εικονίτσες δίπλα δίπλα –και συγκρίνει τώρα το ζώον: ο άστεγος στον δρόμο απ’ τη μια, το στολισμένο πλαστικό δεντράκι απ’ την άλλη. Γελάνε και τα καρούλια μαζί του, αλλά ο ίδιος δεν το ξέρει. Γιατί ο Ευαίσθητος Μαλάκας είναι και ξερόλας και άτρωτος.

Επίσης είναι και ο «παναπολάνθρωπος». Ο σούπερ ακτιβιστής. Μαγειρεύει για άστεγους, περιμαζεύει σκυλογατάκια, διαδηλώνει για το περιβάλλον, κι όλα αυτά, μαμά κοίτα, με ένα χέρι.

Ο μαλάκας ο καλός ο πρόστυχος νομίζει πως «γράφω» ίσον «πράττω». Γι’ αυτό τίποτα δεν κάνει, τί-πο-τα. Τίποτα και για κανέναν κερατά. Αντε να δώσει κάνα ψιλό (για να τα ξεφορτωθεί) στη γριούλα με το απλωμένο χέρι. Εκεί αρχίζει, εκεί τελειώνει η καλοσύνη του. Μη φανταστούμε δηλαδή ότι βγαίνει από τον δρόμο του, από τη βολή του, για να βοηθήσει τον διπλανό του.

Ασε μας, χρυσέ μου, που νομίζεις πως θα μας δημιουργήσεις ενοχές χωρίς να ξέρεις ούτε ποιοι είμαστε ούτε τι κάνουμε στη ζωή μας. Ασε μας να λογοδοτήσουμε στα δικά σου συμπλέγματα μπας και χτυπήσεις εσύ καμιά γκόμενα με ευαισθησιούλες – στιχάκια ημερολογίου. Και στην τελική, για πες, εσύ πώς τρως στο σπίτι σου, όταν τα παιδάκια στην Αφρική πεινάνε;

Κι επειδή γνωριζόμαστε και δεν συστηνόμαστε, άκου και το τελευταίο. Η επίπλαστη χαρά δεν είναι παρά μια μικρή σανίδα σωτηρίας σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Μια σανίδα που δεν κρατάει πολλούς και δεν κρατάει πολύ. Κομμάτια απ’ τις τρικυμίες, σάπια απ’ τις αρμύρες, αυτό μπορεί, αυτό κάνει. Σου χαρίζει ένα στιγμιαίο χαμόγελο πριν ξαναβρεθείς να παλεύεις με τα κύματα.

ΥΓ.: Και μια που πας στην κουζίνα, πες λίγο και για τον Αϊ-Βασίλη με την Κόκα Κόλα να δω κάτι.