ΤΕΛΙΚΑ όποιος κάνει δηµοψήφισµα στην Ευρώπη το χάνει. Τη µοίρα του Ντέιβιντ Κάµερον είχε ο Ματέο Ρέντσι – οι δυναµικοί πρωθυπουργοί πέφτουν σαν στρατιωτάκια ο ένας µετά τον άλλο. Μοναδική εξαίρεση η Ελλάδα…

Ο Γιώργος Παπανδρέου έχασε το δημοψήφισμα χωρίς να το κάνει. Ο Αλέξης Τσίπρας το κέρδισε, παίζοντας όμως από την πλευρά του Οχι, για να το κάνει Ναι μέσα από εκλογές. Η επισήμανση είναι κρίσιμη. Η συνεχιζόμενη αστάθεια στη Βρετανία δεν είναι άσχετη από την επίμονη άρνηση της Τερίζα Μέι να προσφύγει στις κάλπες. Σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία τίποτε δεν λειτουργεί χωρίς εκλογές. Οσο για τον Ματέο Ρέντσι, αυτός είναι εδώ και τρία σχεδόν χρόνια πρωθυπουργός χωρίς το βάπτισμα της κάλπης. Ο θρίαμβος στις ευρωεκλογές του 2014 ήρθε νωρίς αλλά δεν ήταν επαρκής όρος νομιμοποίησης. Ενώ οι καλές δημοσκοπήσεις είναι σαν να λες ότι έχεις άστρο: σίγουρα δεν κρατούν πολύ.

Η θεσμική Ευρώπη ήταν, πάντως, σιωπηλά θυμωμένη με τον Ρέντσι. Αφορμή ο όψιμος αντιευρωπαϊσμός του. Αραγε το έκανε γιατί οι θεματοφύλακες της ευρωζώνης δεν τον άφηναν να σώσει με κρατικά λεφτά, κόντρα στους κανόνες, τις πάσχουσες ιταλικές τράπεζες; Ή μήπως ως ομοιοπαθητική θεραπεία στον ακατάσχετο λαϊκισμό του Cinque Stelle και της Lega του Βορρά; Αν είναι το δεύτερο, ήδη οι δημοτικές εκλογές, με κορυφαίο το παράδειγμα της Ρώμης, έδειξαν ότι οι θυμωμένοι ψηφοφόροι προτιμούσαν το γνήσιο. Αν είναι το πρώτο, είναι αλήθεια ότι, χωρίς γενναία κρατική βοήθεια, η κάθαρση των ιταλικών τραπεζών θα είναι τραγωδία σε ύφος ταινίας του ιταλικού νεορεαλισμού για ομολογιούχους και καταθέτες – που ενίοτε ταυτίζονται. Το σφιχτό και όχι και τόσο κομψό γερμανικό κοστούμι δεν χωράει στην Ιταλία – μια χώρα που η οικονομία της είναι τέτοια, ώστε θα είχε όφελος αν έβγαινε από την ευρωζώνη. Το ενδιαφέρον είναι, πάντως, ότι τα ευρωδιευθυντήρια δεν ήθελαν να κερδίσει ο Ρέντσι. Από φόβο ότι μετά θα ήταν ταύρος εν υαλοπωλείο στην ευρωζώνη, αρνούμενος να υποταγεί στους περιορισμούς της. Τον προτιμούσαν ηττημένο με έναν τεχνοκράτη – τύπου Μόντι ή Λέτα – στη θέση του για έναν χρόνο, ώς τις αρχές του 2018 που έχει, σύμφωνα με το τακτικό πολιτικό χρονοδιάγραμμα, βουλευτικές.

Μένοντας στην πολιτική, τα δημοψηφίσματα είναι σαν τις παραιτήσεις. Αυτές συνήθως γίνονται δεκτές. Αυτά δίνουν την αφορμή στους ψηφοφόρους να απαντήσουν Οχι ανεξαρτήτως του ποια είναι η ερώτηση. Αντίδραση βίαιη αλλά αναμενόμενη καθώς το εκλογικό σώμα υποκύπτει στη μέθη της εξουσίας που την αναλαμβάνει πλήρως όχι για μία τετραετία – αλλά στιγμιαία. Οσο χρειάζεται για να τα ανατρέψει όλα. Η εμμονή στα δημοψηφίσματα δείχνει ότι η πολιτική ελίτ της Ευρώπης έχει ξεχάσει, μέσα στην πίεση της κρίσης, ότι στην κάλπη οι πολίτες καταψηφίζουν. Αρα το αναμενόμενο είναι να πάνε με το Οχι στο δημοψήφισμα. Από την άποψη αυτή, η παράξενη φάση των δημοψηφισμάτων είναι ένδειξη περισσότερο αδυναμίας των πολιτικών, που έχουν χάσει τα ανακλαστικά τους, και λιγότερο της προαναγγελθείσας εξέγερσης ψηφοφόρων που αισθάνονται παγιδευμένοι σε μια κοινωνικο-οικονομική συγκυρία που τους φτωχοποιεί και τους απομειώνει.