Τελικά τι ήταν ο Κάστρο; Επαναστάτης ή δικτάτορας; Το ερώτημα –και ο καβγάς περί αυτό –λέει περισσότερα για την πολιτική σήμερα και λιγότερα για τον ίδιο. Διότι επάνω στη φιγούρα του προβάλλεται ο διχασμός που διατρέχει τη συγκυρία. Από τη μια, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συν αυτώ που αναζητούν παλαιομαρξιστικό φύλλο συκής στην καθεστωτική γύμνια τους. Από την άλλη, οι αντι-ΣΥΡΙΖΑ πολιτικές δυνάμεις –αφού η αντίθεση στους κυβερνώντες είναι ο ετεροπροσδιορισμός τους –οι οποίες τείνουν να ξαναγράψουν την Ιστορία. Οι μεν ξεχνούν τι είναι οι ίδιοι. Οι δε έχουν ξεχάσει τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί.
Ο Κάστρο ηγήθηκε μιας πραγματικής επανάστασης, αυτής που έριξε τον Μπατίστα. Οικοδόμησε ένα λαοφιλές, αρχικά, καθεστώς. Και υπήρξε στόχος των Αμερικανών, από την άδοξη απόβαση στην Πλάγια Χιρόν έως τις αναρίθμητες απόπειρες δολοφονίας του Φιντέλ που δρομολόγησε η CIA χωρίς επιτυχία. Δικτάτορας ήταν, ας πούμε, ο Πινοτσέτ. Δεν ήταν ο Κάστρο. Στην Κούβα δεν έγινε πραξικόπημα. Αλλά, όπως συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις, η λαϊκή δημοκρατία της Αβάνας μετεξελίχθηκε ταχύτητα σε κλασικό αυταρχικό καθεστώς, που έλαβε σταδιακά τα χαρακτηριστικά του αστυνομικού κράτους. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά όταν η Ουάσιγκτον σταμάτησε να κινείται, με στρατιωτικούς ή παραστρατιωτικούς τρόπους, για την ανατροπή του. Οι αποκαλύψεις της Επιτροπής Τσερτς αλλά και το πολιτικό κλίμα μετά την ήττα στο Βιετνάμ και, βεβαίως, το Γουοτεργκέιτ, έβαλαν χαλινάρι στη CIA. Συνεπώς, τίποτε το ιδιαίτερα πρωτότυπο. Καμία επανάσταση –με κορυφαία την ορίτζιναλ Οκτωβριανή –δεν εξελίχθηκε ευχάριστα ως καθεστώς. Μπροστά σε όσα έγιναν στην Ανατολική Ευρώπη, στη Σοβιετική Ενωση και στην Κίνα –για να μην αναφέρουμε κάτι Ερυθρούς Χμερ στην Καμπότζη –η καταστολή υπό τον Κάστρο ήταν μάλλον λάιτ. Οχι ότι ήταν δημοκράτες οι άνθρωποι. Ή ότι δεν έκαναν κακό. Αλλά πότε ήταν δημοκράτες οι κομμουνιστές και οι κομμουνιστογενείς; Και πού απέφυγε τη ροπή προς τον αυταρχισμό η Αριστερά; Ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει ότι κάποιες πολιτικές παραδόσεις δεν αλλάζουν. Είναι θέμα κουλτούρας –ή, ακόμη χειρότερα, ιδεολογίας.

Η περίπτωση Κάστρο απλώς επιβεβαιώνει το απροσμέτρητο βάθος του πολιτικού ρήγματος στο οποίο εδράζεται η δημόσια ζωή εν Ελλάδι. Και μας προϊδεάζει, συνεκδοχικά, για κάποιες επερχόμενες πραγματικότητες. Ας πούμε –κι ας το ονειρεύονται οι ξένοι –η συναίνεση δεν πρόκειται να ξαναχτυπήσει την πόρτα της ελληνικής πολιτικής. Η ψήφιση του Μνημονίου ΙΙΙ το καλοκαίρι του 2015, υπό την πίεση της χρεοκοπίας, ήταν η τελευταία τέτοια περίπτωση. Κανείς δεν πρόκειται πλέον να συναινέσει με τον ΣΥΡΙΖΑ –ή μάλλον με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ –ή με κανέναν άλλον. Ούτε το ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ. Ούτε Το Ποτάμι με το ΠΑΣΟΚ. Ούτε καν το κόμμα του Λεβέντη με τον ΣΥΡΙΖΑ –καθόσον διαλύεται. Είμαστε πίσω στις διαχωριστικές γραμμές –που είναι μάλιστα σκληρές. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει αν η χώρα αντιμετωπίσει κάποιας μορφής εθνική κρίση –στο Προσφυγικό ή στα εθνικά με δεδομένη την αφύπνιση του τουρκικού εθνικισμού. Αδηλον. Αλλά όχι και απίθανο να έχουμε συναίνεση. Αλλωστε, τα κόμματα χώρεσαν τελικά όλα κάτω από το ίδιο πάπλωμα στο ΕΣΡ. Οπερ σημαίνει ότι ο νέος μανιχαϊσμός έχει ως καθαρό πεδίο την οικονομία. Λογικό. Οπως έχει ειπωθεί από έναν διάσημο γάλλο φιλόσοφο, «δεν φταίμε εμείς που η πραγματικότητα είναι μαρξιστική».