Ξαφνικά όλοι αγάπησαν τη Σαπεκοένσε. Ετσι είναι όμως ο άνθρωπος. Πάντοτε συμπονάει τον διπλανό του όταν τον βλέπει να καταλήγει στάχτες, να διαλύεται, να φτάνει στο σημείο μηδέν. Τότε προστρέχει στρουθοκαμηλίζοντας απέναντι στον πόνο. Ικανοποιεί τα χαμερπή ένστικτά του. Ηδονίζεται με τη δυστυχία του άλλου. Οσο πιο τραγική ιστορία, τόσο μεγαλύτερη η απόλαυση. Ο εικοσάχρονος που έμαθε πως

θα γίνει για πρώτη φορά πατέρας και μπαίνει στο αεροπλάνο για την πτήση του θανάτου. Ο τερματοφύλακας που χάνει το πόδι του. Ο αμυντικός που κινδυνεύει να μείνει ανάπηρος. Ο ετοιμοθάνατος που αποχαιρετά τηλεφωνικώς τη γυναίκα του. Ιστορίες που συγκινούν για λίγα λεπτά τους θεατές των σύγχρονων Κολοσσαίων, πριν αναζητήσουν

τα νέα τους θύματα και αυξήσουν

την επισκεψιμότητα στα social media και τις τηλεθεάσεις.

Η συλλογικότητα της συμπόνιας που επιδεικνύεται ύστερα από μια τραγωδία είναι απλώς μία τάση, μία κίνηση φορσέ. Αφού το κάνουν οι άλλοι θα το κάνουμε κι εμείς. Πρόκειται για έναν ανεπίσημο συναγωνισμό θλίψης, συγκινητικών μηνυμάτων και ψεύτικης συμπαράστασης.

Μετά την αεροπορική τραγωδία του Μονάχου, το 1958 όλος ο κόσμος έγινε Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Σήμερα δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για τους αντιπάλους να ξύνουν την πληγή των Κόκκινων Διαβόλων για την οποία κάποτε έχυναν κροκοδείλια δάκρυα.

Είναι σαν τους συγγενείς και τους φίλους. Πόσοι πραγματικά χαίρονται με τη χαρά σου; Με την άνοδό σου, την επιτυχία σου; Περισσότεροι είναι αυτοί που σου κόβουν την καλημέρα, παρά αυτοί που σου σφίγγουν το χέρι και σου λένε ένα μπράβο.

Οταν όμως δουν το βαρύ χέρι της μοίρας να σε χτυπά αλύπητα σπεύδουν να

συμπαρασταθούν. Να δείξουν ενδιαφέρον, πίσω από το οποίο ουσιαστικά κρύβεται η περιέργεια. Να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους σκεφτόμενοι «να, εγώ είμαι ακόμα όρθιος». Να αποδείξουν στον εαυτό τους πως τελικά η επιτυχία σου δεν ήταν αυτό που φαινόταν και είχαν δίκιο που απομακρύνθηκαν από κοντά σου.

Είμαστε τελικά όλοι Σαπεκοένσε;