Η ανακούφιση είναι κακός σύμβουλος. Σε κάνει ανεκτικό στο κακό, γιατί πιστεύεις ότι γλίτωσες από το χειρότερο. Αυτή η ανοχή θα είχε βαρύνει τη συνείδηση όσων απεχθάνονται πολιτικά τη Χίλαρι Κλίντον, αλλά θα είχαν ανακουφιστεί από μια επικράτησή της, θεωρώντας τη μικρότερο κακό συγκριτικά με έναν Τραμπ. Η έκβαση των αμερικανικών εκλογών τούς προφύλαξε από τέτοια συνειδησιακά βάσανα. Μένει τώρα να διαπιστώσουμε αν ο χυδαίος αντισυστημικός θεατρινισμός είναι πράγματι καταστροφικότερος από τον κυνικό καθεστωτικό τυχοδιωκτισμό.

Ουσιαστικά οι Αμερικανοί δεν ψήφισαν την περασμένη Τρίτη, αλλά την περασμένη άνοιξη. Τότε που φάνηκε καθαρά πόσο βαθιά διχασμένη είναι η κοινωνία τους. Από τη μια οι ωφελημένοι από την παγκοσμιοποίηση, οι εκ του ασφαλούς ιδεολογικοί συνήγοροί της (με επιλεκτική ματιά στα παράγωγά της), τα κοινωνικά στρώματα που δεν κινδυνεύουν με αποσταθεροποίηση, αλλά και οι ομάδες του πληθυσμού που φοβούνται τις συνέπειες για τη θέση τους από μια αντιδραστική παλινόρθωση. Από την άλλη οι χαμένοι, οι ανασφαλείς, οι αηδιασμένοι από την προκλητική αυταρέσκεια και αυτοαναφορικότητα των ελίτ. Καμία από τις δυο πλευρές δεν έχει τόσο σαφές ταξικό περίγραμμα όσο θα ήθελε μια αριστερή ανάλυση. Σε αμφότερες, τμήματα των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων συναπαντούν με παρίες και αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Το σημαντικότερο: καμία από τις δυο πλευρές δεν κινητοποιείται από ένα συγκεκριμένο, ρεαλιστικό, αλλά και εμπνευστικό σχέδιο οργάνωσης της νέας πραγματικότητας.

Ετσι, το άλλοτε πιο αισιόδοξο και γεμάτο αυτοπεποίθηση έθνος του κόσμου μπήκε και αυτό στην κλονισμένη τροχιά που ακολουθεί εδώ και είκοσι πέντε χρόνια η υπόλοιπη Δύση. Μια Δύση η οποία συνέτριψε τους φραγμούς που είχε υψώσει το ιδεολογικοπολιτικό αντίπαλο δέος της, για να διαπιστώσει ότι με την ίδια κίνηση ράγισε τα θεμέλια της δικής της σταθερότητας. Μια Δύση που πανηγύρισε για το τέλος της Ιστορίας, για να βρεθεί την επόμενη στιγμή ριγμένη στην παραζάλη μιας πρωτόφαντα επιταχυμένης Ιστορίας.

Οπως συμβαίνει συχνά, οι χαμένοι και οι δυσαρεστημένοι των ιστορικών εξελίξεων επισημαίνουν με τον τρόπο τους και αυτή τη φορά πραγματικά προβλήματα, αλλά φαντάζονται ότι αυτά μπορούν να λυθούν με κάτι ανέφικτο, την αποκατάσταση ειδικών δομικών γνωρισμάτων του παρελθόντος. Από τη στιγμή που πάψαμε να πιστεύουμε ότι η πρόοδος είναι μια νομοτελειακή και γραμμική ιστορική πορεία, δεν είναι σωστό να τους χαρακτηρίζουμε συλλήβδην αντιδραστικούς με την παλιά έννοια της απόρριψης κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και πνευματικών ανακαλύψεων (τις οποίες πολλοί ανάμεσά τους δέχονται ασυζητητί). Μπορούμε να μιλάμε μάλλον για αντισυστημικούς συντηρητικούς ή νεοεθνικιστές ή έστω, κατά παραχώρηση στην τρέχουσα ορολογία, εθνολαϊκιστές. Οπως και αν έχει το πράγμα, σε αυτούς έλαχε να ανασηκώσουν το χαλί κάτω

από το οποίο η σκούπα της πολιτικής ορθότητας σπρώχνει τα σαρίδια της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας.

Οι ιθύνουσες, πολιτικά ορθές ελίτ αντέδρασαν σε αυτή την αποκάλυψη με μια συντονισμένη προσπάθεια ηθικής και διανοητικής απαξίωσης των δραστών της. Μίλησαν και μιλούν για καθυστερημένους, μισαλλόδοξους, ρατσιστές, φοβικούς και, σε μια πρωτοφανή επίδειξη δήθεν οικτίρμονος αλαζονείας (από την Κλίντον), για αξιοθρήνητους. Ασφαλώς υπάρχουν ανάμεσά τους πολλοί με τέτοιες ιδιότητες. Αλλά εντυπωσιάζει η αδιάκριτη χρήση αυτών των όρων και προπαντός η τρομακτική αστοχία τους ως τρόπου πολιτικής αντιμετώπισης του φαινομένου. Γι’ αυτό δεν είναι παράξενο ότι τα κρίσιμα ερωτήματα ούτε καν αναγνωρίζονται. Μπορεί η παγκόσμια αγορά ή και μια στενότερη υπερεθνική αγορά να αντικαταστήσει το έθνος-κράτος; Μπορεί να υπάρξει πολιτισμική ταυτότητα χωρίς διαφοροποίηση από άλλες τέτοιες ταυτότητες; Μπορούν να υπάρξουν μιγαδικές κοινωνίες με πολιτισμικά (δηλαδή αξιακά) ασύμβατες ιδιαιτερότητες των συστατικών μερών τους;

Η μακάρια τυφλότητα απέναντι σε τέτοια ερωτήματα είναι ένα από τα συμπτώματα της κατάρρευσης της πολιτικής σκέψης. Πρόκειται για λογική εξέλιξη. Η πολιτική δεξαμενή τροφοδοτείται σήμερα κυρίως από τρεις κατηγορίες ανθρώπων: τους εντεταλμένους του χρηματοοικονομικού κατεστημένου, τους επαγγελματικά αποτυχημένους ή ανεπίδεκτους και τους χωρίς όρια εγωλάτρες σόουμεν, που έχουν όμως καταλάβει ότι στη σύγχρονη πολιτική τα ανοιχτά αφτιά μετρούν περισσότερο από τα ανοιχτά μάτια.