Στην Αθήνα η κυβέρνηση διαμορφώνει εδώ και μερικές εβδομάδες ένα αφήγημα που συνδέει την ανάκαμψη της οικονομίας με τη γρήγορη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την ταυτόχρονη συμφωνία στο ζήτημα της διευθέτησης του χρέους. Το κυβερνητικό στόρι που βγαίνει από τα χείλη του Πρωθυπουργού και των στελεχών του κυβερνώντος κόμματος λέει ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται και ζητούν από τους δανειστές την επίτευξη συμφωνίας για βιώσιμο χρέος, ώστε να προχωρήσει και η συμμετοχή της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Στις Βρυξέλλες, πάλι, ευρωπαίοι αξιωματούχοι αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την κυβερνητική βιασύνη –ειδικά σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα που δίνει η ελληνική πλευρά για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Κανείς δεν ξεχνά τη χρονική καθυστέρηση που σημειώνεται στις διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών, ενώ το περιεχόμενο της δεύτερης αξιολόγησης –που περιλαμβάνει δύσκολα για μια αριστερή κυβέρνηση ζητήματα όπως οι εργασιακές σχέσεις, οι ομαδικές απολύσεις και ο συνδικαλιστικός νόμος –προκαλεί δυσπιστία στους ξένους για το κατά πόσον η κυβέρνηση μπορεί να δεσμευτεί πραγματικά σε μια γρήγορη διαδικασία.

Αρκεί μια επίσκεψη στις Βρυξέλλες για να διαπιστώσει κανείς ότι στο μυαλό του ευρωπαϊκού ιερατείου η δεύτερη αξιολόγηση αποτελεί ακόμη ένα τεστ αξιοπιστίας για το αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα, κυρίως η κυβέρνηση Τσίπρα, είναι διατεθειμένη να σηκώσει στους ώμους της μια σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Οσο πιο αξιόπιστο το μεταρρυθμιστικό πρόσημο της περιόδου τόσο πιο εύκολο θα είναι το πέρασμα στην επόμενη φάση του προγράμματος, διευκρινίζουν άνθρωποι με γνώση του παρασκηνίου και των ζυμώσεων.

Δεδομένου ότι Παρίσι και Βερολίνο θέλουν να εισέλθουν στην προεκλογική περίοδο του 2017 με ένα αφήγημα «η Ελλάδα αλλάζει» ή έστω προσαρμόζεται, κανείς δεν θέλει να δει το ελληνικό ζήτημα να επηρεάσει το περιεχόμενο της εκλογικής αντιπαράθεσης σε Γαλλία και Γερμανία. Υποστηρικτικός του συγκεκριμένου αφηγήματος είναι –ειδικά για τη Γερμανία –ο ρόλος του ΔΝΤ. Από την αρχή του ελληνικού προγράμματος παίζει τον ρόλο του «αδέκαστου κριτή» για το γερμανικό εσωτερικό ακροατήριο, ρόλο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ήξερε και δεν μπορούσε να παίξει. Αρα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αναμένεται να υπάρξει ένας συμβιβασμός αναφορικά με την παρουσία του ΔΝΤ, είτε σε ρόλο συμβουλευτικό του προγράμματος είτε με μια συμβολική παρουσία στο ελληνικό πρόγραμμα, γεγονός που θα ενίσχυε την αξιοπιστία του προγράμματος αλλά και την αποδοχή των συμφωνιών από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια.

Στο ευρωπαϊκό διευθυντήριο ακόμη αναζητούν επαρκή πολιτική στήριξη του εγχειρήματος από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης. Παρακολουθούν την απρόθυμη εφαρμογή του προγράμματος με αστερίσκους και υποσημειώσεις από την πλευρά των κυβερνητικών και μιλούν για την ανάγκη ενίσχυσης της αξιοπιστίας. Εχουν χαμηλώσει τον τόνο της κριτικής τους για τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά είναι προφανές ότι δεν είναι διατεθειμένοι να του χαρίσουν λύσεις πριν δουν αποτελέσματα. Η ανάκτηση της αξιοπιστίας –αν ποτέ υπήρχε για το ελληνικό πολιτικό σύστημα –είναι ένας δρόμος δύσβατος και τραχύς.