«Οι δικαστές της χώρας παρακολουθούμε με αποτροπιασμό και εξαιρετική ανησυχία την κατάντια στην οποία διολισθαίνουν τα δημόσια ήθη». Πιο κατηγορηματική καταδίκη των παρακρατικών μεθόδων των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ από την ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων δεν μπορούσε να υπάρξει. Το ελπίζαμε και το αναμέναμε. Παρακολουθούσαμε με αγωνία την πραξικοπηματική σχεδόν προσπάθεια κατάληψης της Δικαιοσύνης από ένα περίεργο κέντρο εξουσίας. Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες μιλούν από καιρό για έναν άξονα Παυλόπουλου – Παπαγγελόπουλου – Θάνου με τη στήριξη της λεγόμενης καραμανλικής ομάδας της ΝΔ, η οποία θεωρείται ότι στηρίζει παρασκηνιακά τον ΣΥΡΙΖΑ. Η «σιωπή» του ίδιου του Καραμανλή τροφοδοτούσε τα σενάρια. Εμοιαζε, με άλλα λόγια, να λειτουργεί ένα «δεξιό» κέντρο στο οποίο ο αριστερός αλλά άμαθος περί τους κρατικούς μηχανισμούς ΣΥΡΙΖΑ είχε δώσει εργολαβία το έργο της κατάληψης της Δικαιοσύνης. Το πράγμα όμως αποδείχτηκε πιο περίπλοκο και η αριστεροδεξιά ώσμωση πιο προχωρημένη. Η παρακρατική μεθόδευση κατά επιφανών δικαστικών και ο επαίσχυντος ρόλος του συριζαίου υπουργού Παρασκευόπουλου έδειξαν ότι ο αυταρχισμός και η αντιθεσμική νοοτροπία φωλιάζουν στον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ πρόκειται για ιστορική ασυνέχεια, για κάτι άλλο, για συνολική ρήξη με τα ήθη και την ηθική της ιστορικής Αριστεράς. Εξ όνυχος τον λέοντα: στην κορύφωση της σύγκρουσης την άνοιξη του 1989, όταν τα ΜΜΕ και οι θεατρικές επιθεωρήσεις κανιβάλιζαν τη Δήμητρα Λιάνη, η εφημερίδα «Αυγή» (υποθέτω και ο «Ριζοσπάστης») σεβάστηκε απόλυτα την «ιδιωτική ζωή του προσώπου».

Δεν ανήκω σε αυτούς που φοβούνται ότι οδηγούμαστε σε δημοκρατική εκτροπή, ούτε με διακατέχει το φάντασμα της Βενεζουέλας. Βλέπω κάτι απονενοημένο στο ότι ένα κόμμα του 20% στοχεύει να ελέγξει το 90% της εξουσίας, σε ευρωπαϊκή χώρα και σε περίοδο οικονομικής δυστυχίας. Κατά τούτο ήταν αναμενόμενο ότι η αντιδημοκρατική και αντιθεσμική, για να το πούμε ευγενικά, συμπεριφορά των κυβερνώντων θα γινόταν μπούμερανγκ, θα υποκινούσε αντιστάσεις και ότι θα έχει ουσιαστικές πολιτικές επιπτώσεις στο προσεχές μέλλον.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η δημοκρατία δεν τραυματίζεται από τις κυβερνητικές πρακτικές, και μάλιστα σε μια εποχή που δοκιμάζεται σε όλο τον κόσμο. Γιατί η «κατάντια των δημοσίων ηθών» είναι συνέπεια όχι μόνο της απροκάλυπτης προσπάθειας κατάληψης του κράτους, όσο του μεγάλου κενού που έχει προκαλέσει στην κοινωνική συνείδηση ο κυνισμός με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ή μάλλον οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έκαναν όλη την τροχιά από το αντιμνημόνιο στο Μνημόνιο, χωρίς ουσιαστική εξήγηση και συγγνώμη. Δεν είναι θέμα ηθικής ή εντιμότητας. Χρειάζεται μια «κάθαρση» με την έννοια της ελληνικής τραγωδίας, ώστε η πολιτική ζωή της Ελλάδας να περάσει σε άλλη εποχή. Αντιθέτως, η επιβράβευση της ψευτιάς και του κυνισμού εξελίσσεται σε κοινωνική και ηθική γάγγραινα. Σύμπτωμα αυτής της κατάστασης είναι η ενσυνείδητη επιλογή της κυβερνητικής προπαγάνδας να υπερβεί τη συνήθη στα πολιτικά ήθη δημαγωγία και να κινηθεί στην κατασκευή μιας ψευδούς πραγματικότητας στη θέση της πραγματικότητας. Οπως π.χ. στο θέμα των ημερών, να ονομάζει ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου τον περιορισμό της πληροφόρησης και της ψυχαγωγίας των πολιτών με τον αυθαίρετο αριθμό τέσσερα κανάλια ή να αποκαλεί πάταξη της διαπλοκής την είσοδο στον τηλεοπτικό χώρο των Σαββίδη και Μαρινάκη.

Η Ελλάδα είναι σήμερα εγκλωβισμένη σε μια οικονομική στασιμοχρεοκοπία. Αλλά ίσως πιο επικίνδυνη ακόμη είναι η παρατεταμένη κρίση αντιπροσώπευσης που βιώνει. Οι πολίτες χάνουν τα σταθερά σημεία αναφοράς που είχαν καθώς οι παλαιές πολιτικές ταυτότητες αποδυναμώθηκαν και το παλαιό κομματικό σύστημα αποδομήθηκε. Κάποια στιγμή θα επέλθει μια νέα συσπείρωση, ένα νέο υγιέστερο κομματικό σύστημα, κάποιες νέες συνεκτικότερες πολιτικές ταυτότητες, όπου για παράδειγμα ο Καμμένος θα είναι Καμμένος και όχι «σύντροφοι και συντρόφισσες». Μέχρι τότε όμως θα ζούμε τις επιπτώσεις ενός κομματικού και πολιτικού τοπίου ασχημάτιστου, το οποίο θα είναι εστία αναπαραγωγής των χειρότερων εθνικών παθογενειών. Ο,τι παρουσιάστηκε ως πολιτικά νέο και ελπίδα ενός άλλου δρόμου εξόδου από την κρίση αποδείχτηκε ότι ήταν η χειρότερη όψη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, που αρνήθηκε τις κατακτήσεις της και μεγέθυνε τις παθογένειές της. Ο παραδοσιακός λεβεντοραγιαδισμός της εθνικολαϊκιστικής Ελλάδας αυτοσυστήθηκε «αντίσταση» για να τραπεί, όταν επικράτησε, σε άτακτη φυγή και υποταγή χωρίς εθνικό σχέδιο.

Το επίκεντρο της παθογένειας του κομματικού συστήματος είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Ο ιδεολογικά και πολιτικά μετέωρος ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόσφατο Συνέδριο της πολιτικής αλαλίας, βαρετό και για τους ίδιους τους συνέδρους, έδειξε το κενό στο οποίο βρίσκεται. Εγκατέλειψε τον αντιμνημονιακό (και όχι αριστερό) ριζοσπαστισμό, χωρίς όμως να μπορεί να γίνει μια υπεύθυνη εθνική δημοκρατική δύναμη. Αντιθέτως, η προσαρμογή στο Μνημόνιο και ο ιδεολογικός του αφοπλισμός αναπληρώνονται από έναν λόγο πολιτικής βαναυσότητας και από μια αντιθεσμική πρακτική. Οταν ήταν στην αντιπολίτευση αυτά έβρισκαν ανταπόκριση στη λαϊκή δυσφορία και στη «λουμπενοποίηση» της συμπεριφοράς μέρους των μεσαίων στρωμάτων που είδαν να αντιστρέφεται η πορεία της συνεχούς κοινωνικής ανόδου την οποία είχαν βιώσει στη μεταπολιτευτική περίοδο. Τώρα ως κυβέρνηση, ο λόγος της πολιτικής βαναυσότητας πολώνει χωρίς να εξασφαλίζει συναίνεση και γι’ αυτό η κατοχή του κράτους αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία. Και αν οι μέθοδοι βιάζουν στοιχειώδεις κανόνες του κράτους δικαίου, τόσο χειρότερα γι’ αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει για καιρό μετέωρος, δίνοντας «σοσιαλδημοκρατικά» μηνύματα στο εξωτερικό και συνεχίζοντας την εθνικολαϊκιστική πόλωση και την αντιθεσμική πρακτική στο εσωτερικό.

Εναντι αυτού του μετεωρισμού και του τακτικισμού, ο κόσμος της ευρύτερης Αριστεράς και του Κέντρου δεν έχει κανέναν λόγο να παράσχει «κριτική υποστήριξη» ενόψει μιας πιθανής μελλοντικής σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’80, όταν η Ευρώπη και ο ευρωπαϊκός σοσιαλισμός ήταν ηγεμονικοί πόλοι και ασκούσαν μαγνητική έλξη σε αμφίσημα κόμματα όπως το τότε ΠΑΣΟΚ. Τώρα η ενότητα της Ευρώπης είναι διακύβευμα, η σχέση της Ελλάδας με αυτήν μπορεί να περάσει νέες φουρτούνες, ενώ ο ευρωσκεπτικισμός αυξάνεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν παρέχουν την εγγύηση ενός σταθερού στρατηγικού προσανατολισμού, ούτε σαφών μακροχρόνιων προθέσεων, στο δε εσωτερικό μέτωπο το περιεχόμενο, οι μέθοδοι και οι αντιφάσεις της ασκούμενης πολιτικής φθείρουν τα δημόσια ήθη. Εναντι όλων αυτών χρειάζεται απόσταση και σταθερό μέτωπο κριτικής.

Είναι φανερό ότι η αποδιοργάνωση του χώρου της ευρύτερης Αριστεράς και του Κέντρου, η έλλειψη αντιπροσώπευσης αυτού του κόσμου, αποτελεί τη δεύτερη εστία αστάθειας του ασχημάτιστου κομματικού σκηνικού. Αυτός όμως είναι λόγος για να ενισχύσει και όχι να σκιάσει το ιστορικό του προφίλ που διαμορφώθηκε από τον σεβασμό του πολιτισμού, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και την ευρωπαϊκή προοπτική.

Γιατί ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση και την επίτευξη μιας «κανονικής» εθνικής πολιτικής ζωής, δυστυχώς, φαίνεται να έχει αρκετές ακόμη απότομες στροφές.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου