«Αυτός; Πάλι αυτός;» έμεινα άναυδος, αντικρίζοντας τη φωτογραφία του σε ένα από εκείνα τα λαϊκά περιοδικά που παριστάνουν τα κοσμικά. Ηταν καλεσμένος σε χλιδάτο γάμο, πόζαρε στη δεξίωση ανάμεσα στη νύφη και στην πεθερά, τα μάτια του γούρλωναν από την πολυτέλεια του χώρου και των εδεσμάτων, από την άκρη των ανύπαρκτων χειλιών του έτρεχε μια κλωστίτσα σάλιο.

«Αυτός δεν είναι που είχε ενώσει τη φωνή του με τους Αγανακτισμένους; Που έγραφε πύρινα άρθρα, που σκαρφάλωνε στα κάγκελα της ΕΡΤ, που κήρυσσε την επανάσταση και μοίραζε αβέρτα ψόφους στους μνημονιακούς; Αυτός δεν έπλεκε το εγκώμιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς; –«πόσο αργά ανακάλυψα τον ίδιο μου τον λαό…» απολογούνταν βουρκωμένος σχεδόν, λίγο και θα άρχιζε τα αντάρτικα! Αυτός δεν πρόδιδε εν ψυχρώ τους πιο παλιούς του φίλους, δεν τους κολλούσε τη ρετσινιά των γερμανοτσολιάδων για να γίνει αρεστός στις καινούργιες παρέες του;».

«Δεν θα έπεισε, φαίνεται…» χαμογέλασε ο κολλητός μου, ο οποίος είναι πιο περπατημένος και πιο φλεγματικός άρα από μένα. «Ή δεν θα βρήκε στην αριστερή αυλή το σούσι της αρεσκείας του. Ισως και να οσμίστηκε ότι ο άνεμος αλλάζει κατεύθυνση και το ‘στριψε εγκαίρως. Κι επέστρεψε στα παλιά του λημέρια…».

«Κι εκεί γιατί τον δέχθηκαν;» εξανέστην εγώ. «Τους έχει καθυβρίσει –ποιος ξέρει πόσες συγγνώμες θα εκλιπάρησε μυξοκλαίγοντας…» συνεπέρανα. «Μη γίνεσαι απλοϊκός! Τι ανάγκη έχουν τη συγγνώμη του; Γιατί να υποστούν το αντιαισθητικό θέαμα των δακρύων του;». «Τι ανάγκη τον έχουν έτσι κι αλλιώς;» επέμεινα.

«Η φύσις διδάσκει» πήρε παιγνιωδώς ο κολλητός μου ύφος παλαιού καθηγητή. «Δες τι συμβαίνει στην αφρικανική σαβάνα. Τα πιο επιβλητικά ζώα, τα γκνου, οι ελέφαντες, οι καμηλοπαρδάλεις, κινδυνεύουν διαρκώς από κώφωση. Κυψελίδα υπερπαράγεται, συσσωρεύεται στους ακουστικούς τους πόρους και απειλεί να τους φράξει. Πόσο ενοχλητικό, πόσο επώδυνο –ιδίως αν δεν έχεις χέρια να ξυστείς! Τα πάντα όμως εν σοφία εποίησεν. Υπάρχουν κάτι πουλάκια τα οποία τρέφονται με αυτήν ακριβώς την αηδιαστική κυψελίδα. Φτερουγίζουν μες στα αφτιά των θηριών, τα καθαρίζουν και χορταίνουν και τα ίδια, τα καημένα. Και είναι έτσι όλοι ευχαριστημένοι!».

«Θες να πεις ότι ο λεγάμενος καθαρίζει αφτιά;».

«Εμ τι κάνει; Καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα από τα πρώτα νιάτα του. Προσκολλάται στους εκάστοτε ισχυρούς, τους κολακεύει, τους διασκεδάζει και τους εξυπηρετεί με χίλιους τρόπους. Μεταφέρει κουτσομπολιά, διηγείται ανέκδοτα, κρατάει συντροφιά στις κυρίες όταν οι σύζυγοί τους τις απατούν και αντιστρόφως. Δηλώνει πότε καλλιτέχνης, πότε εστέτ, πότε άνθρωπος του κόσμου γενικώς και αορίστως. Πετάει γαλλικούρες, απαγγέλλει σε δείπνα αποσπάσματα ποιητών και στοχαστών, τα οποία έχει αποστηθίσει. Δεν το ‘χει εντούτοις σε τίποτα, εφόσον οι περιστάσεις το απαιτούν, να κουβαλήσει σακούλες με ψώνια ή να αναλάβει άλλα –απείρως εξευτελιστικότερα για τον ίδιον –καθήκοντα.

Οι ισχυροί τον κάνουν χάζι, εκμεταλλεύονται την προθυμία του και τον φιλοδωρούν με σχετική γενναιοδωρία. Μη φανταστείς ότι τον εμπιστεύονται. Τον θέλουν για τη διαθεσιμότητα, όχι για την αφοσίωσή του. Οποτε τους υπενθυμίζει με τις κωλοτούμπες του τι ασπόνδυλο είναι, χαμογελούν απλώς με κατανόηση. Και φυσικά τον δέχονται πίσω στις αυλές τους δίχως να σφάξουν τον μόσχο τον σιτευτό, μα και χωρίς να τον ταπεινώσουν. Αφού ο ίδιος ταπεινώνει τον εαυτό του όσο δεν πάει…».

Μην είσαι σκληρός με τα πουλάκια. Φαντάσου τα να επιστρέφουν, ύστερα από τα πάρτι με τα πυροτεχνήματα ή από τις συγκεντρώσεις με τις κόκκινες σημαίες –το ίδιο κάνει –στις μοναχικές φωλιές τους. Να ξεντύνονται, να κρεμούν προσεκτικά τα ρούχα στην ντουλάπα, να πλαγιάζουν σε έρημα κρεβάτια. Το βλέμμα τους να διασταυρώνεται με το στοργικό βλέμμα της μακαρίτισσας της μαμάς στη φωτογραφία. Κι εκεί που πάνε να γλυκάνουν, να αντηχεί ο βρυχηθμός του μακαρίτη του μπαμπά: «Αχρηστε! Τίποτα δεν θα καταφέρεις στη ζωή σου!..».