Την ημέρα που πέθανε ο Ντάριο Φο, στα σόσιαλ μίντια της Ιταλίας εμφανίστηκε ένα σκίτσο του με τη λεζάντα Dario Fu. Ο Ντάριο Ηταν. Κι αυτός ήταν ο καλύτερος αποχαιρετισμός για ένα πνεύμα όχι βλάσφημο αλλά πάντως αναρχικό. Ηταν ένας αποχαιρετισμός με χιούμορ. Κωμικός και πικρός στην καλύτερη παράδοση της ιταλικής κωμωδίας. Αντισυμβατικός και κυνικός με εκείνη τη δόση κυνισμού που επιβάλλει η σύγκρουση με τις συμβάσεις. Ανορθόδοξος και αντιμεταφυσικός –ο Ντάριο ήταν, δεν εξακολουθεί να υπάρχει σε κάποιου είδους άυλη μορφή, ως ψυχή ή σαν φάντασμα της τέχνης του. Ηταν ένας αποχαιρετισμός ο οποίος περιείχε όλα αυτά που προσπάθησε να είναι ο Ντάριο Φο στη ζωή του. Ολα εκείνα που τον εκτόξευσαν στο Πάνθεον των μεγάλων της καλλιτεχνικής δημιουργίας –με την ώθηση ενός μάλλον απρόσμενου Νομπέλ που, αν και αιφνιδίασε πολλούς, δεν δίχασε κανέναν.

Και το πνεύμα του; Ο Ντάριο Φο δεν ήταν ακριβώς οικουμενικός. Το περιβάλλον του ήταν η Ιταλία της πανταχού παρούσας Καθολικής Εκκλησίας, της μεταπολεμικής πολιτικής κυριαρχίας της Χριστιανικής Δημοκρατίας και του ισχυρού Κομμουνιστικού Κόμματος, που παρά τη δύναμή του δεν δοκίμασε ποτέ τη γεύση της εξουσίας. Ολα αυτά δεν είναι μόνο πολύ ιταλικά. Είναι και κάπως παλιά. Ο Φο ήταν ένας άνθρωπος του καιρού του, περισσότερο της δεκαετίας του 1970 παρά της δεκαετίας του 1990 ή του 21ου αιώνα. Κι έπειτα, ο αναρχισμός του ήταν καλοπροαίρετος, ανθρώπινος, συμφιλιωτικός. Ενας αναρχισμός συναισθηματικός και προσηνής, συγκινητικά γλυκός, ουτοπικός. Σατιρικός και αντισυστημικός οπωσδήποτε. Αλλά σχεδόν απολιτίκ.

Το πνεύμα του Φο δεν έφθασε ποτέ αυτούσιο στην Ελλάδα. Εφθασε η βολική εκδοχή του θεατρικού «Δεν πληρώνω, Δεν πληρώνω», από τον τίτλο του οποίου εμπνεύστηκε ένα αντιμνημονιακό κίνημα που πάντως εξάντλησε τη δράση του στα διόδια. Κι έφθασε και με τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού», δηλαδή με μια εκδοχή οικεία σε μια χώρα με παρελθόν αστυνομικού κράτους και πολιτικών καταστολής απέναντι στους διαφωνούντες της. Ο Φο κούμπωσε σε μια μεταπολιτευτική Ελλάδα που εξακολουθούσε να διχάζεται μανιχαϊστικά ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους, σε θύτες και θύματα, σε καλούς και κακούς, στη Δύση και την Ανατολή. Κούμπωσε περισσότερο ως μήνυμα και λιγότερο ως στυλ: τα πνεύματα ήταν πάντα πολύ άγρια εδώ για να τιθασεύσει την πολιτική τεστοστερόνη η ήπια καταγγελία του Φο και η ουμανιστική υπεράσπιση των αδικημένων της ζωής.

Η κληρονομιά του Ντάριο Φο περιλαμβάνει και το δικό του «ούνα φάτσα ούνα ράτσα» –αλλά αυτό το βλέπει κανείς μόνο κάτω από το πρίσμα της παρηγοριάς σε έναν αρχαιόπληκτο και με κρίσεις μεγαλείου λαό που αποστρέφεται την πραγματικότητα της μείξης του με τους βαλκάνιους γείτονές του και –πολύ περισσότερο –με τους Τούρκους. Τι μένει λοιπόν από τον Dario Fu, τον Ντάριο που ήταν; Η γλυκύτητα ενός αναρχικού πνεύματος. Και ασφαλώς το αντισυμβατικό χιούμορ του αποχαιρετισμού. Θα μας χρειαστεί για να μην στείλουμε τους δικούς μας μεγάλους στη βαρετή «γειτονιά των αγγέλων». Παρέα φυσικά με τη «Μελίνα».