Μάλλον δεν είναι η μέρα μας, φίλε.

Βρεθήκαμε πάλι στον δρόμο τον αδιέξοδο.

Βγήκε το τέρας παγανιά, μας έπιασε στον ύπνο. Εριξα την αυλαία στα καθημερινά, έκλεισα στην ντουλάπα το σκότος της ενημέρωσης και «κάθομαι και ρεμβάζω».

Παραφράζοντας τον Μεγάλο Αλεξανδρινό, όχι πολύ, μια λεξούλα μόνο σφήνωσα ανάμεσα στον στίχο κι έλαμψε κάτι κοντινό, όχι ιαματικό, αλίμονο, αλλά τουλάχιστον παυσίπονο. Λέει λοιπόν ο ποιητής:

«Βαρέθηκα να βλέπω την (την πολιτική) σκηνή,

και σήκωσα τα μάτια μου στα θεωρεία».

Ετσι, άρχισα να παρατηρώ όχι πια τους (κατ’ ευφημισμόν) δημόσιους λειτουργούς, αλλά τους γύρω μου.

Φίλους, γνωστούς, αγνώστους, συναδέλφους, την ταμία στα διόδια της Αττικής, με τα χιλιάδες «Ευχαριστώ, καλημέρα σας, καλό δρόμο» στο μεροκάματό τους, ακόμα κι αυτό το πρεζόνι έξω απ’ το θέατρο που δεν κουράστηκε μήνες τώρα να μου ζητάει μισό ευρώ, «να πάω καλέ κύριε να κάνω ένα μπάνιο». Ασχετοι μεταξύ τους άνθρωποι κι όμως, ποιο είναι το κοινό που εγώ βλέπω ανάμεσά τους;

Πολλές φορές, το ξέρω, βλέπουμε στους άλλους αυτό που από πριν έχουμε αποφασίσει να δούμε.

Αλλοτε φτάνουμε και στο χείλος του εγωισμού να πιστεύουμε πως όλος ο κόσμος γεννήθηκε για ν’ αποδείξει πόσο δίκιο έχουμε.

Αλλά αυτό περισσότερο αφορά τους κρατούντες, τον θίασο της πολιτικής σκηνής κι είπαμε σήμερα να ρίξουμε τη ματιά μας στα θεωρεία. Στο κοινό αυτής της θλιβερής παράστασης.

Σε όλους εμάς που παρακολουθούμε αυτό το άθλιο έργο που επαναλαμβάνεται χρόνια τώρα, χωρίς κανένα διάλειμμα, να πάρεις μιαν ανάσα, και χωρίς ένα φινάλε.

Βρήκα λοιπόν κάτι στον καθένα μας που μοιάζει, σχεδόν ίδιο κι απαράλλαχτο.

Οχι δεν είναι η απογοήτευση, που όντως τη διακρίνεις σε κάθε βλέμμα, σε κάθε κίνηση, στον τόνο της φωνής, στο σιγανό περπάτημα. Οχι, είναι κάτι άλλο που σκεπάζει σαν πέπλο σκοτεινό, σαν αρχαίο μαγνάδι το Είναι όλων μας.

Μια μοναξιά. Μια μοναξιά όχι σαν τις άλλες. Μια μοναξιά πρωτόφαντη.

Αλλοτε η απογοήτευση, η οργή, η αγανάκτηση, το καταπατημένο δίκιο, μας ένωνε. Μας έκανε όλους ένα.

Τώρα όλα τα δεινά, αντί να μας ενώνουν, απομακρύνουν τις ψυχές μας με αστρικές ταχύτητες, σαν κάποιο υπερφυσικό Ον να έχει ρουφήξει όλους τους ήχους, κι έχουμε για ηχητική μας μπάντα τη σιωπή του Σύμπαντος. Μικροί ήλιοι που απομακρύνονται αμίλητοι στις εσχατιές του γαλαξία.

Ναι. Μάλλον δεν είναι η μέρα μου φίλε.

Θυμάμαι (δεν μου έμειναν και πολλά πια ρήματα να με ευφραίνουν όπως αυτό). Θυμάμαι, λοιπόν, έδινα εισαγωγικές στον Κουν όταν με ρώτησε «Τι ποίημα έχετε ετοιμάσει;».

Αρχισα ν’ απαγγέλλω απ’ την «Αμοργό» του Γκάτσου.

«Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα…».

Παραξενεύτηκε ο δάσκαλος, ένα μικρό παιδί και Γκάτσο;

Οι περισσότεροι τότε δίναμε κάνα δημοτικό, τον «Ματρόζο» του Γεωργίου Στρατήγη.

«Ενας σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,

με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,

σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ’ τα χιόνια,

περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά».

Ή στην καλύτερη περίπτωση Καβάφη και

«Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτα ακουστεί

αόρατος θίασος να περνά…».

Σκέφτομαι πως αν και τώρα ύστερα από τόσα χρόνια έδινα εισαγωγικές στη Δραματική Ζωή το ίδιο ποίημα θα διάλεγα για όλους μας.

«Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα…».

Ή μάλλον όχι. Θα προτιμούσα τους τελευταίους στίχους του ποιητή.

Ναι. Καλύτερα αρμόζει στους καιρούς.

«Mαύρη, μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στον λαιμό

τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου».