Στο πολιτικό πεδίο βιώνουμε μια εποχή γεμάτη εκπλήξεις. Σε αυτές οδηγούμαστε μέσα από θολά και δύσκολα προσδιορίσιμα υπόγεια ρεύματα. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι νέες πραγματικότητες, τις οποίες προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε. Ενώ βεβαίως σπανίως μπορούμε να τις προβλέψουμε εγκαίρως ως «φαινόμενα που έρχονται». Διότι η συσσώρευση των φαινομένων γίνεται σε βάθος χρόνου και κάτω από την επιφάνεια που μας ήταν κάποτε γνωστή. Παλεύουμε λοιπόν με αμφίβολες ερμηνείες πρωτόγνωρων φαινομένων.

Οταν ξεκινούσε η κούρσα για το προεδρικό χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, πόσοι θα φαντάζονταν ότι ένας πολιτικός-καρικατούρα με επικίνδυνες απόψεις θα εκλεγόταν πανηγυρικά έχοντας απέναντί του όλο το κομματικό κατεστημένο; Οταν ο Κάμερον που είχε κερδίσει δύο εκλογές και ένα δημοψήφισμα για τη Σκωτία προκαλούσε, με απόλυτη βεβαιότητα για το αποτέλεσμα, το δημοψήφισμα για την ΕΕ, πόσοι διανοούνταν ότι θα το έχανε καθαρά παρά τη στήριξη των Εργατικών; Πόσοι πριν από λίγα χρόνια πίστευαν ότι η Μαρίν Λεπέν θα ήταν σήμερα η μόνη λίγο – πολύ δεδομένη για να περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών; Επίσης, πριν από την κατάρρευση της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου ποιοι μπορούσαν να εκτιμήσουν ότι ένας νεαρός πολιτικός ηγέτης ενός μικρού κόμματος της Αριστεράς θα γκρέμιζε τους δύο κομματικούς πυλώνες της Μεταπολίτευσης, που για δεκαετίες συγκέντρωναν πάνω από 80%; Στην πορεία αυτή μάλιστα θα κέρδιζε δύο εκλογικές μάχες και ένα δημοψήφισμα.

Ολα αυτά και πολλά άλλα που συμβαίνουν διεθνώς, βάζουν ένα μεγάλο ερωτηματικό στο κομβικό εκκρεμές του μεσαίου χώρου, που έκρινε τις μάχες ανάμεσα στην Κεντροαριστερά και στην Κεντροδεξιά. Αλλωστε, ένα ιδιαιτέρως ανησυχητικό φαινόμενο στην Ευρώπη είναι η ραγδαία άνοδος της Ακροδεξιάς. Παντού λοιπόν ο «μεσαίος χώρος» συμπιέζεται, καθώς χάνουν έδαφος οι μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις. Πώς εξηγούνται τα φαινόμενα αυτά; Εχει νόημα να συνεχίζουμε να μιλάμε για «μεσαίο χώρο»; Και ποιο είναι το πολιτικό περιεχόμενό του σήμερα, καθώς πνίγεται από τα νέα ρεύματα που διασχίζουν και ρηγματώνουν τις κοινωνίες;

Ο σημερινός μεσαίος χώρος υπάρχει πάντα, αλλά είναι αφυδατωμένος και αποκτά νέα χαρακτηριστικά που διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Ωστόσο, δεν έχει εξανεμιστεί. Επιβιώνει διότι οι ακραίοι σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούν τα όρια και εντέλει τρομοκρατούν. Αυτό συμβαίνει με τον Σαρκοζί στη Γαλλία. Ετσι ευνοείται ο μετριοπαθής κεντροδεξιός Ζιπέ, που λογικά θα επικρατήσει της Λεπέν. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το παράδειγμα της Αμερικής: ενώ οι ψηφοφόροι που αυτοπροσδιορίζονται ως ανεξάρτητοι (independents) έχουν φθάσει σε ποσοστό ρεκόρ (είναι αυτοί που δεν ταυτίζονται με Δημοκρατικούς ή Ρεπουμπλικανούς), μέχρι σχετικά πρόσφατα τροφοδοτούσαν και τον Τραμπ, αν και θεωρητικά ανήκαν στον μεσαίο χώρο. Ομως, οι ακρότητες επί ακροτήτων του Τραμπ τώρα τους απομακρύνουν από αυτόν. Ετσι κρατούν τη μύτη τους και στρέφονται στη Χίλαρι. Επίσης, στη Βρετανία οι τρεις νικητές του Brexit αυτοκαταστράφηκαν πολιτικά την ώρα της πύρρειας νίκης τους και επικράτησε έτσι η νέα πρωθυπουργός, που ανήκει στον μεσαίο χώρο.

Η κύρια τάση των ψηφοφόρων του «νέου μεσαίου χώρου» που είναι πιο ρευστός παρά ποτέ, είναι να λειτουργούν οργισμένα. Είναι πλέον οι «οργισμένοι μεσαιοχωρίτες» (the angry middle) όπως τους αποκάλεσε κύριο άρθρο του «New Statesman». Στις ΗΠΑ φλέρταραν αρχικά με τον Τραμπ, διότι τον θεωρούσαν αντισυστημικό, έχοντας ως στόχο το κατεστημένο. Στη Βρετανία θεώρησαν ανόητους και επιπόλαιους τους ηγέτες του Brexit και στράφηκαν στην Τερίζα Μέι, που κινήθηκε προσεκτικά μεταξύ Brexit και Remain. Η Μέι μόλις έγινε αρχηγός των Συντηρητικών έστειλε μήνυμα ότι αλλάζει την οικονομική κατεύθυνση του κόμματός της αλλά και την ελιτίστικη εικόνα του. Οπως έγραψε ο διάσημος φιλόσοφος Jonh Gray, «με την επαναφορά του κράτους ως εγγυητή της κοινωνικής συνοχής, η Μέι απέρριψε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του 1980 (της Θάτσερ)». Η Μέι λοιπόν έπιασε το μήνυμα των καιρών, καθώς οι οργισμένοι ψηφοφόροι αναζητούν ηγέτες που δεν παραπέμπουν στο κατεστημένο.

Αυτή είναι η εποχή του θυμού των ψηφοφόρων με όλους και όλα. Αναζητούνται αντικατεστημένοι ριζοσπάστες –όχι όμως επικίνδυνα ακραίοι. Ο Nick Clegg, πρώην αρχηγός των Φιλελευθέρων, στο βιβλίο του «Πολιτική ανάμεσα στα άκρα», τονίζει πως εκατομμύρια άνθρωποι αντιδρούν στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 2008, καθώς οι μισθοί τους τελματώθηκαν και νιώθουν όλο και πιο παραμελημένοι. Πιστεύουν ότι οι επιχειρηματικές και πολιτικές ελίτ τούς έχουν βάλει στη γωνία τροφοδοτώντας ακραίες ανισότητες. Στις ΗΠΑ, λ.χ., το 1980 η διαφορά αμοιβών των ηγετών επιχειρήσεων (CEO’s) και μέσου εργαζομένου ήταν 42 φορές μεγαλύτερη για τους πρώτους. Τώρα είναι 400 φορές μεγαλύτερη. Βεβαίως, δεν θέλουν να ανατρέψουν το καπιταλιστικό μοντέλο, όπως τονίζουν σοβαροί κεντροαριστεροί διανοητές. Θέλουν απλώς να το διορθώσουν. Οπου υπάρχει οργή, οι ψηφοφόροι γίνονται απρόβλεπτοι. Δεν είναι οι ίδιοι ακραίοι. Απλώς κάποιες επιλογές τους μπορεί να θεωρηθούν, στιγμιαία, πιο ακραίες.

Στη χώρα μας ήταν η οργή η οποία γκρέμισε τον δικομματισμό του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, που θεωρήθηκαν (δικαίως) υπεύθυνα για την πορεία προς την άβυσσο. Είχαμε άνοδο της Ακροδεξιάς, αλλά ευτυχώς όχι εκτίναξη. Ετσι εξηγείται ότι κυβερνά ένας αριστερός Πρωθυπουργός, που άλωσε όχι μόνο το πιο συγγενές ΠΑΣΟΚ αλλά και τον νέο μεσαίο χώρο. Οι ψηφοφόροι αυτοί που τον επέλεξαν, δεν «ψήφισαν Αριστερά». Επέλεξαν έναν νέο, επικοινωνιακό και φρέσκο σε εικόνα ηγέτη, ως καταλύτη για να γκρεμιστεί ένας διάτρητος δικομματισμός μαζί με το ευρύτερο σύστημα που τον περιέβαλλε.

Δυστυχώς για τη χώρα ο Τσίπρας αγνόησε ότι οι ψηφοφόροι της οργής τον επέλεξαν ως ριζοσπάστη, που εκαλείτο όμως να δράσει υπεύθυνα και συνετά. Φυσικά η βαρουφάκειος φάση του οδήγησε μόνο στα άκρα. Δεν είχε ίχνος σωφροσύνης. Αυτή τη σωφροσύνη την ανακάλυψε μόνο στο τέλος ο ίδιος ο Τσίπρας με κόστος για τη χώρα και την προσωπική του εικόνα. Υφίσταται επίσης φθορά στον μεσαίο χώρο από τον λαϊκισμό του, τον οποίο δεν χρειαζόταν ως όχημα για να κερδίσει τις εκλογές. Φυσικά ο Τσίπρας δεν είναι ο μόνος έλληνας λαϊκιστής. Μοιραίες ήταν οι επιλογές του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ πρώτος άνοιξε την πόρτα του λαϊκισμού την εποχή της κρίσης ένας κατεστημένος δεξιός πολιτικός, ο Αντώνης Σαμαράς.

Μετά την έκφραση της οργής των ψηφοφόρων προς τα δύο κατεστημένα κόμματα, κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί φυσιολογική αντίδραση, τώρα υπάρχει κόπωση, παραίτηση και απαξίωση των πάντων. Τούτο προφανώς είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό. Ο Τσίπρας που είχε «τον κόσμο στα χέρια του» πλέον έχει φθαρεί καταλυτικά. Ωστόσο, όσοι τον θεωρούν πολιτικά τελειωμένο πλανώνται πλάνην οικτράν. Αλλωστε, δεν έχει σοβαρούς ανταγωνιστές. Η φθαρμένη ΝΔ μόνο αν άλλαζε συθέμελα θα μπορούσε να ανοίξει μια εποχή μακράς κυριαρχίας της. Η ηγεσία της δεν έχει τις δυνάμεις για έναν τόσο φιλόδοξο στόχο. Ενώ το κόμμα είναι βαθιά άρρωστο στο μεδούλι του και απολύτως γυμνό σε στελεχικό δυναμικό. Γι’ αυτό η ΝΔ σέρνεται, συσπειρώνει τους δεδομένους ψηφοφόρους της και δεν κερδίζει τον μεσαίο χώρο. Ο μεσαίος χώρος αντιπροσωπεύεται πλέον από την επιλογή «κανένας από τους δύο» ή ακόμα ακριβέστερα «κανένας από όλους τους άλλους». Ο μεσαίος χώρος στη χώρα μας δεν πιστεύει πλέον σε τίποτα και σε κανέναν. Ούτε καν στη δύναμη του θυμού του. Πολύ απλά, όταν έρθει η ώρα, θα επιλέξει ανάμεσα στο «μη χείρον». Προσωρινά άλλωστε. Μέχρι να αναζητήσει και πάλι το επόμενο «μη χείρον».

Ο Γιάννης Λούλης είναι πολιτικός αναλυτής, επικοινωνιολόγος και συγγραφέας