Ο 47χρονος σήμερα Μιχάλης Μιχαηλίδης είναι ένας συγγραφέας που τα μυθιστορήματά του, αν μη τι άλλο, δεν σε αφήνουν αδιάφορο. Μπορεί να προκαλέσουν από ευχάριστο ξάφνιασμα μέχρι εκνευρισμό, από αγανάκτηση μέχρι ενθουσιασμό. Το βραβευμένο «Η σκύλα και το κουτάβι», δημοσιευμένο το 2002, επικρίθηκε από μερίδα της κριτικής (ανοήτως βέβαια) ως ρυπαρογράφημα. Το «Πινακοθήκη τεράτων», από το 2009, είχε ως επακόλουθο ένα βουβό σκάνδαλο, γιατί τα «τέρατα» ήταν πασίγνωστα, ελάχιστα παραλλαγμένα πρόσωπα της κοινότητας των ελληνικών γραμμάτων, που αντέδρασαν κηρύσσοντάς τον σιωπηρά αποσυνάγωγο. Από τότε ο Μιχαηλίδης δεν ξανακούστηκε, ώσπου τόλμησε να επανεμφανιστεί φέτος με το μυθιστόρημα «Οι επόπτες», σε έναν εκδοτικό οίκο (Νεφέλη) που για τους περισσότερους καθιερωμένους λογοτέχνες δεν είναι πια η πρώτη επιλογή.

Και αυτό επίσης το μυθιστόρημα είναι ασυνήθιστο, τόσο στο θέμα (προκλητικά αντιδιαμετρικό προς τον κυρίαρχο ελληνοκεντρισμό της πεζογραφίας μας) όσο και στην αρχιτεκτονική. Το πραγματολογικό πλαίσιό του είναι ένα μεγαλεπήβολο κατασκευαστικό έργο: η ζεύξη της Κοπεγχάγης με το Μάλμε της Σουηδίας μέσω μιας αλληλουχίας δομών που περιλαμβάνουν μια τεχνητή χερσόνησο, μια υποθαλάσσια σήραγγα, ένα τεχνητό νησί και μια μεγάλη καλωδιωτή γέφυρα. Το πρότζεκτ, που ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν μια σειρά πολυεθνικές εταιρείες, άρχισε να υλοποιείται το 1995 και ολοκληρώθηκε το 2000. Ο διακηρυγμένος σκοπός του ήταν η δημιουργία μιας πελώριας, διακρατικής μητροπολιτικής περιφέρειας με δυνατότητα εύκολης διακίνησης για τους κατοίκους της, ευκαιρίες για τους επενδυτές και νέες θέσεις εργασίας. Ακούγεται πολύ ωραίο ως ιδέα. Ηταν όμως εξίσου ωραίο στην πράξη; Αυτό είναι το θέμα του μυθιστορήματος.

Πρωταγωνιστές του είναι δύο μηχανικοί, ο Δανός Νταν Κριστόφτε και ο Σουηδός Σβεν Αλεξάντερσον, που έχουν επιφορτισθεί από τις κυβερνήσεις τους με την εποπτεία του έργου. Ο πρώτος είναι αισιόδοξος και ενθουσιώδης, ο δεύτερος φλεγματικός και μόνιμα σκεπτικιστής απέναντι σε αυτό που έχει κληθεί να επιβλέψει. Η (χαμηλών τόνων, αλλά γεμάτη υποδόρια ειρωνεία) διαμάχη τους φαίνεται να αντανακλά την αμφιθυμία του συγγραφέα: από τη μια θαυμασμός για ένα φοβερό τεχνολογικό επίτευγμα, από την άλλη αμφιβολίες για την αναγκαιότητά του, τη σπατάλη πόρων, τις πραγματικές κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις του. Η αμφιθυμία αυτή καθρεφτίζεται και στη διφυή δομή του μυθιστορήματος. Το ένα στέλεχος είναι ένας καταιγισμός από εκπλήσσουσες τεχνικές λεπτομέρειες για την πρόοδο του έργου. Το άλλο αποτελείται κυρίως από τις συνομιλίες των δύο εποπτών, ενώ συμπληρώνεται από τις βίαιες διαμαρτυρίες των «οικοαναρχικών», την ανάμειξη ενός ωμού αμερικανού πράκτορα και τις ευτράπελες καταστάσεις που προκύπτουν από τις επίμονες προσπάθειες αποπλάνησης του Δανού από μια επιθετική γερμανίδα κινηματογραφίστρια και του Σουηδού από μια φιλάρεσκη Αγγλίδα, αρμόδια για το επικοινωνιακό κομμάτι του εγχειρήματος.

Θα τολμούσα να πω ότι το μυθιστόρημα αυτό έχει συλληφθεί, ή ίσως θα λειτουργούσε καλύτερα, ως θεατρική παράσταση στο στυλ ενός εξπρεσιονισμού α λα Μπρεχτ ή και του θεάτρου του παραλόγου. Οι σχεδόν σουρεάλ διάλογοι των δύο εποπτών και τα άλλα δρώμενα θα μπορούσαν να παίζονται επί σκηνής, ενώ σε μια οθόνη στο βάθος θα προβάλλονταν σε συνεχή ροή όλες αυτές οι τεχνικές περιγραφές που στο βιβλίο δοκιμάζουν, είναι αλήθεια, τα όρια της αντοχής του αναγνώστη. Ως σκηνικό φόντο μάλιστα θα μπορούσαν να είναι πιο υποβλητικές, γιατί δεν θα καθήλωναν τον νου σε επιμέρους τεχνικές και συχνά δυσνόητες πληροφορίες.

Και ως μυθιστόρημα ωστόσο οι «Επόπτες» είναι εντυπωσιακό και με μακρά στόχευση. Συνιστά ένα περιεκτικό σχόλιο για την παγκοσμιοποίηση, τις αδιαφανείς λειτουργίες του σύγχρονου κεφαλαίου, τη μανία των υπερκατασκευών, την αποβιομηχάνιση, τη διαμόρφωση πολιτισμικών γκέτο (οι δύο τελευταίες εξελίξεις δεν αναχαιτίστηκαν με τη ζεύξη), για έναν κόσμο θαυμαστή τεχνολογίας, που γίνεται όμως ολοένα πιο περίπλοκος και μη εποπτεύσιμος. Προμετωπίδα του μυθιστορήματος είναι άλλωστε το περίφημο «ξυράφι του Οκαμ»: o άγγλος μεσαιωνικός φιλόσοφος προειδοποιούσε ότι το πολύπλοκο δεν πρέπει να προτιμάται όταν δεν είναι απαραίτητο.