Είναι παγκοίνως γνωστό πως στο ελληνικό ποδόσφαιρο οτιδήποτε φέρει τον προσδιορισμό «διαιτησία» προκαλεί αλλεργικά συμπτώματα.

Η δικαιολογημένη καχυποψία όλων των συμμετεχόντων καταδικάζει εξαρχής κάθε προσπάθεια για την εξυγίανσή της.

Η αίσθηση πως ό,τι έχει σχέση με τους διαιτητές είναι διεφθαρμένο έχει τις ρίζες της στο γενικότερο πλαίσιο της άποψης που έχουν οι Ελληνες για την ίδια τη χώρα τους.

Στην ετήσια έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) για τις διεφθαρμένες χώρες στον αναπτυγμένο κόσμο η Ελλάδα καταλαμβάνει την πέμπτη θέση.

Για τη σφυγμομέτρηση τέθηκαν τρία ερωτήματα σε 15.000 ηγέτες επιχειρήσεων από 141 οικονομίες από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο του 2016. Το πρώτο αφορούσε τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, το δεύτερο για το ηθικό ανάστημα των πολιτικών και το τρίτο για τα χρήματα που δίνονται κάτω από το τραπέζι και τις δωροδοκίες.

Οταν έχει εμπεδωθεί σε έναν λαό πως η χώρα όπου ζει είναι διεφθαρμένη, η διαφθορά θεωρείται πλέον δεδομένη ακόμα κι όταν δεν υφίσταται και φυσικά δρα αναλόγως.

Τις προηγούμενες δεκαετίες το ελληνικό κράτος έκλεινε το μάτι στους φοροφυγάδες και τώρα προσπαθεί να τους πείσει ότι ήρθε η στιγμή να πληρώσουν. Λίγο δύσκολο. Το ίδιο ισχύει για τη λούφα στην παιδεία, στην εργασία και βεβαίως στο ποδόσφαιρο.