Ανοιξα παλιές ατζέντες να βρω φίλες μου από τα βάθη της νιότης μου. Αυτές με τις οποίες βάζαμε κάτω τον φεμινισμό και τον κάναμε φύλλο και φτερό. Το τι μπούρδες λέγαμε τότε, το τι «φεμινιστόμετρα» εφευρίσκαμε για να αποδείξουμε ποια είναι καλύτερης ποιότητας φεμινίστρια, ούτε που θέλω να θυμάμαι. Από το «Ντεκαντάνς» στο «Καρόλου Ντιλ» και πάλι πίσω στην «Ιντριγκα» (μπαρ της δεκαετίας του 1980) σερνόμασταν μέχρι τα ξημερώματα ανακαλύπτοντας την ποίηση της Δημουλά και βγάζοντας στη λοταρία τον πιο εξυπνακίστικο και ανατρεπτικό ορισμό του κινήματος για την ισότητα των δύο φύλων. Κανένας όμως από αυτούς δεν πλησίαζε σε ευρηματικότητα αυτό που ακούσαμε προχθές στη Βουλή. Το να τοποθετείται στην ηγεσία του Υπερταμείου σύζυγος βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος δεν είναι ευνοϊκή μεταχείριση, είναι περίλαμπρη νίκη του φεμινιστικού κινήματος, διότι οι γυναίκες σήμερα είναι ανεξάρτητες. Αλμα λογικής με το κοντάρι της ιδεολογικής αμετροέπειας που θα το ζήλευε η Στεφανίδου.

Να δεχθώ ότι η συγκεκριμένη κυρία μπορεί και να έχει τα τυπικά προσόντα. Ακόμη και ότι τα περί της γυναίκας του Καίσαρα είναι μικροαστικές εμμονές. Δεν αρκούσε αυτό ως δικαιολογία; Επρεπε δηλαδή να κάψει η κυβέρνηση τα σουτιέν της για να γιορτάσει τα εκατό χρόνια του φεμινιστικού κινήματος ώστε να εντάξει έναν διορισμό στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων; Με αυτήν την εμμονική αναζήτηση ιδεολογικού πρόσημου στα πάντα, πολύ φοβάμαι ότι το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς θα αποτελεί σε λίγα χρόνια αποκλειστικά επιθεωρησιακό όρο. Πάμε κορίτσια! Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του αντρός μου, είμαι του κόμματός μου.