Κανένας, μα κανένας δεν γνωρίζει το αφτιασίδωτο πρόσωπο της καθωσπρέπει κοινωνίας καλύτερα από τις πόρνες, είτε είναι γυναίκες εκ γενετής είτε «κατ’ επιλογή». Το γιατί συμβαίνει αυτό δεν χρειάζεται πολλή ανάλυση. Μπορεί κανείς να υποκριθεί παντού αλλού, όχι όμως στο σεξ (εκτός ίσως αν είναι γυναίκα και ο παρτενέρ της αφελής). Στο κρεβάτι –συμβατική μεταφορά για κάτι που μπορεί να γίνει οπουδήποτε, στο πάτωμα, σε ένα αυτοκίνητο, σε μια τουαλέτα αεροπλάνου, σε έναν θάλαμο βασανιστηρίων, πάνω από ένα δοχείο νυκτός ή σε ένα φέρετρο –βγάζει κανείς τον αληθινό εαυτό του. Και ειδικά με τις πόρνες τον ανομολόγητο εαυτό του.

Αν το πρώτο βιβλίο της διάσημης τρανσέξουαλ Τζένης Χειλουδάκη («Το φύλο των αγγέλων» λεγόταν, αν θυμάμαι καλά) ήταν αυτοβιογραφικό, το δεύτερο, με τίτλο «Η μαύρη βίβλος» (Αnima Εκδοτική), θα λέγαμε ότι είναι «εργογραφικό». Μπορεί να διαβαστεί σαν προσωπική μαρτυρία για τα ακραία (και πανάκριβα) βίτσια που, συνοδευόμενα από χρήση κόκας, επιχωριάζουν στους κύκλους της πολιτικής, της επιχειρηματικής, της πνευματικής και της καλλιτεχνικής μας ελίτ, εκεί δηλαδή από όπου εκπορεύεται η εμπορία των ηθικών αρχών, των πολιτικών ιδανικών και των αισθητικών προτύπων που υποτίθεται ότι διαπαιδαγωγούν τον λαό.

Οχι ότι η Χειλουδάκη, πρώην πόρνη ως τραβεστί πρώτα, αργότερα ως «επιγενής» γυναίκα, έγραψε αυτό το βιβλίο απλώς στο όνομα της αλήθειας και ως καταγγελία της κοινωνικής υποκρισίας. Δεν υπάρχει σελίδα του όπου να μην επαναλαμβάνει πόσο τέλεια γυναίκα είναι, πόσο λιμπιστικά και ακριβά συνολάκια φορούσε στη δουλειά, ότι ήταν το Νούμερο Ενα στην πιάτσα του πληρωμένου σεξ, ότι κανένας άνδρας (και καμιά γυναίκα) δεν μπορούσε να της αντισταθεί, ότι είχε ανυπέρβλητη τεχνική σε κάθε μορφή σεξ και άλλα τέτοια. Ο ναρκισσισμός της είναι όμως τόσο υπερτροφικός ώστε καταλήγει γραφικός, γι’ αυτό προκαλεί περισσότερη θυμηδία παρά ενόχληση. Εξάλλου της τον συγχωρούμε, ως αντίτιμο που καταβάλλουμε για την απόλαυση της πραγματικά γλαφυρής και ευρηματικής γλώσσας της, που περιλαμβάνει τόσο σπαρταριστές, κωμικά επιστημονικοφανείς, αλλά ακριβείς εκφράσεις για σεξουαλικές πρακτικές όπως «προγαμησιακή λαγνουργία». Η κοπέλα έχει ταλέντο στο γράψιμο. Δηλαδή, και στο γράψιμο.

Παρ’ όλα αυτά δεν αντέχω να μη το πω: από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα είχα την αίσθηση πως διάβαζα το βιβλίο ενός άνδρα. Η συνεχής αναφορά της Τζένης στην τελειότητά της ως γυναίκας θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως ανάγκη αναπλήρωσης, λόγω της καθυστερημένης απόκτησης του πολυπόθητου φύλου. Ενώ όμως τα διεμφυλικά άτομα αισθάνονται τα γεννητικά όργανα με τα οποία γεννήθηκαν σαν αφόρητη σωματική παραμόρφωση (gender discomfort λέγεται αυτό στη διεθνή ορολογία), η Τζένη περηφανεύεται για τις διαστάσεις και τις επιδόσεις του πέους της, όσο το είχε. Αλλά και γενικά, με πέος ή με αιδοίο, οι περιγραφές της που αναφέρονται στον εαυτό της ξεχειλίζουν από τη μόνιμη και επιθετική λαγνεία του αρσενικού. Οι αυθεντικές γυναίκες που εργάζονται ως ιερόδουλες σπάνια αισθάνονται σεξουαλική συγκίνηση με τους πελάτες τους και οι περισσότερες δεν τη θέλουν καν, για λόγους αυτοεκτίμησης, αλλά και καθαρά πρακτικούς. Δύσκολα όμως θα βρει κανείς στο βιβλίο της Τζένης κάποια επαγγελματική συνεδρία της που να μη της πρόσφερε, κατά δική της διαβεβαίωση, αλλεπάλληλα κύματα ηδονής. Ποια τη χάρη της βέβαια. Αλλά τι να γίνει, η γυναικεία σεξουαλικότητα θέλει περισσότερη φαντασία και υποβολή (όχι του τύπου των επαγγελματικών σεναρίων) από ό,τι μηχανουργία.

Πέρα από όλα αυτά, πέρα και από το γεγονός ότι οι «σκανδαλιστικές» περιγραφές της Τζένης γίνονται σιγά σιγά βαρετές, σαν μια ατέλειωτη παρέλαση τεράτων που παύουν από ένα σημείο και έπειτα να σοκάρουν, κλείνει κανείς το βιβλίο της νιώθοντας αηδία για δύο πράγματα: για την «υψηλή κοινωνία» και για το σεξ. Το δεύτερο, που δεν ήταν και στις προθέσεις της, είναι μάλλον το θλιβερότερο.