Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η αποστολή της ομάδας Νανσί ταξίδευε με το τρένο για έναν αγώνα του γαλλικού πρωταθλήματος, όταν οι επιβάτες διέκριναν από τα παράθυρα τραπουλόχαρτα να χορεύουν στον αέρα. Ενας νεαρός ποδοσφαιριστής, ο Μισέλ Πλατινί είχε χάσει σε μια παρτίδα πόκερ και από τα νεύρα του πέταξε την τράπουλα.

Ο θυμόσοφος λαός λέει πως ό,τι φοβάσαι θα πάθεις. Κι αυτό που πάντοτε φοβόταν ο Μισέλ ήταν η ήττα. Από τη μικροαστική μπουρζουαζία του Ζεφ, ο νεαρός Γάλλος κατάφερε να αποκτήσει δόξα Ναπολέοντα ως στρατηγός στα γήπεδα, αλλά και να γνωρίσει πολλά Βατερλώ.

Οπως συνέβη με τον άλλοτε φίλο και συμπαίκτη του Ζαν Φρανσουά Λαριός, με τον οποίο φέρεται να ξεμυαλίστηκε η σύζυγός του Κριστέλ.

Οπως συνέβη με τους νεκρούς του Χέιζελ που του στέρησαν τη δόξα της κατάκτησης του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

Οπως συνέβη με τη βαλίτσα που περιείχε δύο εκατομμύρια δολάρια και την ένεση για την πολιτική του ευθανασία.

Ο Μισέλ έφθασε πολύ ψηλά. Αγγιξε τον ουρανό, αλλά παραπάτησε και έπεσε στην άβυσσο. Την τελευταία φορά που ήρθε στην Αθήνα, πριν από πέντε χρόνια, του επιφυλάχτηκε υποδοχή αρχηγού κράτους.

Για την αυριανή επιστροφή του χρειάστηκε να επικαλεστεί ανθρωπιστικούς λόγους, για να πει δυο λόγια στο ακροατήριο που κάποτε τον αποθέωνε. Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται.