Εστω ότι το σενάριο της ταινίας έχει κενά. Και πρέπει να γεμίσει με μια μεγάλη σκηνή διαδήλωσης στην Αθήνα της λιτότητας (γυρισμένη, στην πραγματικότητα, στην Τενερίφη). Εστω ότι ο σκηνοθέτης Πολ Γκρίνγκρας δεν είναι στα καλύτερά του και ότι ο Ματ Ντέιμον πρέπει να διεκπεραιώσει τον ρόλο μεταξύ των οδών «Feidiou» και «Solomou», όπως ακούγεται κάποια στιγμή από την ενδοεπικοινωνία της CIA.

Εστω κι έτσι θα ήταν μια χαμένη ευκαιρία εάν το Υπουργικό Συμβούλιο των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν οργάνωνε μια ομαδική έξοδο στον κινηματογράφο. Θα αναγνώριζε πολλά από τη φετιχοποίηση της βίας με φυσικό ντεκόρ το ελληνικό Κοινοβούλιο, την οποία κάποτε φιλμογράφησε με τη χάρη οσκαρικού μοντέρ. Επί σχεδόν δεκαπέντε λεπτά κουκουλοφόροι και παλουκοφόροι καταλαμβάνουν την Πλατεία Συντάγματος, γράφουν τη λέξη «καθάρματα» σε τοίχους, καίνε με μολότοφ τα πεζοδρόμια και προετοιμάζονται για την επέλαση στη Βουλή κραδαίνοντας πανό με πάσης φύσεως συνθήματα. Ενα παγωμένο καρέ από την αρχαιολογία της οργής –έστω, επιχρωματισμένο με χολιγουντιανά εφέ.

Προέρχεται από την «ιουρασική» περίοδο της συγκυβέρνησης, όταν αφθονούσαν τα θηράματα του παλαιού καθεστώτος. Μέχρι να περάσει στη σημερινή «ολόκαινο» του Μνημονίου είχε αντικρίσει το τέρας της βίας στα πεζοδρόμια –χωρίς να το φοβηθεί -, είχε αδελφοποιηθεί με το γαλατικό χωριό της Κερατέας και αναγνώριζε μικροκομματικά επιχειρήματα στα νεράντζια και τα γιαούρτια ανά την επικράτεια (για «κατακραυγή της κοινής γνώμης εναντίον» του Θόδωρου Πάγκαλου έκανε λόγο το γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ μετά την επίθεση στα Καλύβια το 2011).

Η κινηματογραφική επιφάνεια κρύβει κατά βάθος μια πολιτική αλήθεια: τη μετάλλαξη του τακτικισμού. Αυτό στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Ματ Ντέιμον δεν είναι η Ελλάδα που αφήσαμε στο παρελθόν. Είναι η Ελλάδα που κρύψαμε από το μέλλον. Είναι ζήτημα ενός fast forward εάν θα υποτροπιάσει στον προμνημονιακό της εαυτό. Ή ενός replay.