Ο Εμανουέλ Μακρόν μπήκε στο Ελιζέ ως σύμβουλος του Φρανσουά Ολάντ. Βγήκε από εκεί για να μπει στην κυβέρνηση ως υπουργός του. Κι έφυγε προχθές από την κυβέρνηση ως αντίπαλός του. Συμβαίνουν αυτά στην πολιτική; Ετσι φαίνεται. Ακόμη όμως και σε αυτόν τον σκληρό κόσμο οι πατροκτονίες αφήνουν τραύματα. Οταν τον περασμένο Απρίλιο ο Μακρόν δημιούργησε το κίνημά του, ο γάλλος πρόεδρος υπενθύμισε πως ο προτεζέ του τού οφείλει αφοσίωση. Κι όταν ο προτεζέ, τέσσερις μήνες μετά, ανακοίνωσε την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Οικονομίας, ο πρόεδρος μίλησε για «μεθοδική προδοσία».

Θα κυνηγά το φάντασμα του Βρούτου τον Μακρόν από εδώ και στο εξής; Σύμφωνα με τα γαλλικά Μέσα, ο ίδιος το φοβάται. Η κοινή γνώμη, πάντως, δύσκολα παρασύρεται από συναισθηματισμούς τού είδους. Η πολιτική, εξάλλου, δεν είναι μια σειρά από χάρες που ανταποδίδονται –σήμερα μοιάζει όλο και περισσότερο με εφαρμοσμένη επιστήμη. Ενώ από την οπτική αυτών που την ασκούν είναι ένα άθροισμα από μεγαλοπρεπείς διακηρύξεις, προσωπικές φιλοδοξίες, λεπτές ισορροπίες και μοιραίες αποτυχίες. Στην περίπτωση της Γαλλίας, οι προσωπικές φιλοδοξίες του Μακρόν συγκρούστηκαν με τις λιγότερο ή περισσότερο μοιραίες αποτυχίες του Ολάντ.

Το χάσμα δεν είναι μόνο πολιτικό αλλά και γενεαλογικό. Δεν μπορεί να μη διακρίνει κανείς ένα είδος νεανικής ορμής στον 38χρονο Μακρόν, όπως δεν μπορεί να μην παρατηρήσει τη χαρακτηριστική βραδύτητα με την οποία κινήθηκε όλα αυτά τα χρόνια ως πρόεδρος ο Ολάντ. Ολα αυτά όχι χωρίς τίμημα. Η νεανική ορμή του Σαμαρά φόρτωσε την Ελλάδα με ένα εθνικό πρόβλημα, ενώ του Τσίπρα, άλλοτε προτεζέ του Αλέκου Αλαβάνου, εξακολουθεί να συσσωρεύει οικονομικό κόστος. Στη Γαλλία, πάλι, το κόστος είναι η διαίρεση της Αριστεράς. Ή, κάτω από ένα άλλο πρίσμα, η ανάσταση του Νικολά Σαρκοζί.