Ακόμη κι αν διακρίνει κανείς μερικούς κανίβαλους ανάμεσα στους υποψήφιους καναλάρχες, η ουσία δεν αλλάζει: αυτό που (δεν) βλέπουμε να συμβαίνει πίσω από την πόρτα της Γενικής Γραμματείας Τύπου είναι κανιβαλισμός. Μια τελετή ανθρωποφαγίας, η οποία επιτρέπει στη φαντασία όσων βρίσκονται απέξω να κάνει πάρτι. Αρκεί να την αφήσουν λίγο ελεύθερη για να δουν οκτώ πλούσιους με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια να χτυπούν το κουμπί του πονταρίσματος, να ξαπλώνουν αποκαμωμένοι στα ράντσα εκστρατείας, να τσιτώνουν από τον εγκλεισμό στο κτίριο, τον αποκλεισμό από τον υπόλοιπο κόσμο, την απαγόρευση της επικοινωνίας.

Η διαδικασία ως σύλληψη είναι σατανική. Οχι όμως για μια κυβέρνηση που θέλει να ρυθμίσει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, αλλά για μια κυβέρνηση που θέλει να εκδικηθεί. Για μια εξουσία που επιχειρεί να ικανοποιήσει τα δικά της άγρια ένστικτα και τα ταπεινά ένστικτα του κοινού της στήνοντας ένα σόου δημόσιας διαπόμπευσης και ιδιωτικής ομηρείας. Πέρα από μια διαδικασία αδειοδότησης, αυτή είναι μια διαδικασία ταπείνωσης, την οποία μια πραγματικά δημοκρατική πολιτεία δεν θα σκεφτόταν να επιφυλάξει απέναντι σε κανέναν απολύτως –είτε αυτός είναι ο πιο κανίβαλος ολιγάρχης είτε ο πλέον έντιμος επιχειρηματίας.

Αυτό το αποκρουστικό σόου δεν το παρακολουθεί μόνο ένα κοινό που χαίρεται. Το παρακολουθεί και ένα που θλίβεται. Αλλά και ένα κοινό, ακόμη και από τον χώρο των επαγγελματιών της ενημέρωσης, που προτιμά να κρατά ίσες αποστάσεις ανάμεσα στις πρακτικές της κυβέρνησης και τους υποψήφιους καναλάρχες. Είναι μια λογική αυτοπαγίδευσης. Γιατί οι κανίβαλοι ολιγάρχες είναι πάντα προτιμότεροι από την τιμωρητική διάθεση μιας κανιβαλιστικής εξουσίας και τα «βοθροκάναλα» πάντα προτιμότερα από επιχειρήσεις του Τύπου που αναγκάζονται να κλείσουν. Είναι θέματα που ο υπόλοιπος κόσμος έχει λύσει από την εποχή του Τόμας Τζέφερσον. Και βρίσκει ξαφνικά μπροστά της η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης.