Τους ακούω, τους παρατηρώ. Στην αρχή νευρίαζα, θύμωνα, εξοργιζόμουν με όσα έλεγαν, αλλά και με το πώς τα έλεγαν. Ομως εδώ και καιρό έχω ξεπεράσει αυτό το στάδιο. Πλέον μου φαίνονται κωμικοτραγικοί. Για λίγο. Στη συνέχεια, μόνο θλιβεροί. Αναφέρομαι στους πολιτευτές του ΣΥΡΙΖΑ όταν εμφανίζονται στην τηλεόραση και πασχίζουν να υποστηρίξουν το κυβερνητικό έργο. Εντάξει, ο πολιτικός λόγος, από τη φύση του, δεν έχει τη σαφήνεια του επιστημονικού. Και πιο υπαινικτικός μπορεί να είναι και πιο συμψηφιστικός και πιο υποσχετικός και, γενικά, πιο αόριστος. Πόσω μάλλον ο προπαγανδιστικός. Εχει διαφορά όμως να τίθεται σε κάποιον πολιτικό μια ερώτηση και να απαντά σε μια άλλη από το να αναπτύσσει μια διαλεκτική που παραπέμπει σε μονόλογο του Βέγγου ή του Σταυρίδη από τους «Δοσατζήδες».

Το παλιό ανέκδοτο με το «κι εσείς που βασανίζετε τους μαύρους» είναι ευαγγέλιο στη ρητορική των κυβερνώντων. Η αυθαίρετη και κατά κανόνα άγαρμπη μετατόπιση της κουβέντας διανθισμένης με σιβυλλικές παραπομπές, παροιμίες, παραβολές και μύθους του Αισώπου, είναι ο μόνος τρόπος να υπερασπισθούν την αυταρχική επιβολή του παραλόγου, την πολιτική επένδυση στην ουτοπία. Κάποιοι –οι περισσότεροι –το κάνουν με το τουπέ και τα επιχειρήματα της ιδεοληψίας τους, επειδή όντως το πιστεύουν. Υπάρχουν όμως και ορισμένοι που διαισθάνομαι ότι δεν έχουν κάψει εντελώς τη σχέση τους με τον καρτεσιανό λόγο. Αυτοί όμως είναι και οι χειρότεροι. Στην προσπάθειά τους να φανούν βασιλικότεροι του βασιλέως υιοθετούν έναν λόγο τόσο πολιτικά ασυνάρτητο, που ακούγεται τελικά σαν παρωδία του ίδιου τους του εαυτού.