Το ερώτημα έθεσε φίλος που ζει και διαπρέπει στις ΗΠΑ. «Βλέπεις τους «διαγωνιζόμενους επιχειρηματίες» για μια τηλεοπτική άδεια, που φέρνουν μαζί τους όχι μόνο στρατούς από συμβούλους και δικηγόρους αλλά και σακ-βουαγιάζ, βαλίτσες, στρώματα, φάρμακα, έχουν γράψει τις διαθήκες τους κ.λπ. Βλέπεις επίσης μια κυβέρνηση που συμπεριφέρεται σαν νονός (όπως τουλάχιστον τον έχει δείξει ο κινηματογράφος), που μοιράζει σφαίρες επιρροής. Αυτής της ποιότητας η δημοκρατία γιατί άραγε δεν τροφοδοτεί την κωμωδία;».

Το ερώτημα είναι ουσιαστικό, όταν μάλιστα τίθεται για τη χώρα που κομπάζει για τον παππού Αριστοφάνη. Σε άλλες περιόδους (το 1989, την περίοδο της αρρώστιας του Ανδρέα Παπανδρέου όταν παιχνίδι έκανε η Δήμητρα Λιάνη) η διακωμώδηση ήταν η βαλβίδα ασφαλείας της χύτρας στο ζουμί της οποίας έβραζαν πολλοί Ελληνες.

Γιατί σήμερα δεν παράγονται αντιστοίχως ανέκδοτα; Επειδή οι γελοιογράφοι γίνονται στόχος των λεγόμενων συριζαϊκών τρολ; Επειδή η τηλεοπτική επιθεώρηση εκπροσωπήθηκε από τη συριζαίικη αντίληψη του χιούμορ, από αυτόκλητους επιγόνους του Αριστοφάνη όπως ο Λαζόπουλος, που βρίζει την αντιπολίτευση σαν να είναι κυβέρνηση ανάμεσα σε ανέκδοτα για γριές; Επειδή η λαϊκή ψυχή παραδόθηκε στη σοβαρότητα της κατάστασης, έτοιμη να αποδεχθεί τα ζοφερά μελλούμενα;

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι. Δεν φταίει καν ο αυταρχικός χαρακτήρας της διακυβέρνησης. Απλώς, η πολιτική ζωή έχει μετατραπεί η ίδια σε κωμωδία. Ο Νίκος Παππάς, εν τη ευρεία εννοία, θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα ο Μάρλον Μπράντο στη γνωστή ταινία του Κόπολα και η παρωδία του.

Θυμάμαι την εικόνα του Καντάφι όταν είχε δώσει συνέντευξη στη Δήμητρα Λιάνη. Την είχε δεχτεί στη σκηνή του με μια μυγοσκοτώστρα. Οι υπήκοοί του δεν τολμούσαν να τον σατιρίσουν. Για μας, αντίθετα, η εικόνα ήταν τόσο κωμική. Hταν όμως μια κωμωδία με πολύ κακό τέλος. Αυτός ο φόβος του κακού τέλους κάνει την κωμωδία βιασμένη και παγώνει το γέλιο.