Θα μπορούσαν να είχαν γίνει τα πράγματα πιο απλά. Να είχε γίνει μια «ατκρίτι αουκτσιόν» –μια ανοιχτή δημοπρασία, όπως τη ζήτησε, με συγκαταβατικό χαμόγελο, από το κατώφλι της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης ο Ιβάν Σαββίδης.

Το μοντέλο του μπαρόκ παραπετάσματος που επέβαλε η κυβέρνηση για τον διαγωνισμό των αδειών φάνηκε αχρείαστο ακόμη και για τις προτιμήσεις του Σαββίδη. Ακόμη και για το επιχειρηματικό αισθητήριο κάποιου που αναδύθηκε ως επενδυτής από το πρώιμο μετασοβιετικό Ελντοράντο.

Ο Σαββίδης φαίνεται να μη μοιάζει με τους υπόλοιπους επίδοξους καναλάρχες. Δεν έχει την ίδια επιχειρηματική καταγωγή. Δεν εκπροσωπεί παλαιό τζάκι του εγχώριου πλούτου. Δεν έχει παραδοσιακούς δεσμούς με το ένα ή το άλλο κόμμα. Ούτε μπήκε στην κούρσα ως άλογο με κομματικό σπόνσορα.

Κι όμως. Η ομοιότητά του με τα ήθη του ελληνικού καπιταλισμού είναι μεγαλύτερη από τις διαφορές. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πώς προσπαθεί να αποκτήσει στάτους λαοφίλητου ευεργέτη, μέσω του ποδοσφαίρου. Πώς, όπως και οι περισσότεροι από τους έγκλειστους της δημοπρασίας, προσπαθεί να συμπληρώσει το τρίπτυχο της εξουσίας των τριών μι: μπάλα, μπίζνες, ΜΜΕ.

Απομένει το ερώτημα τι διεκδικεί πολιτικά ο Σαββίδης με την επέκτασή του στη μιντιακή αγορά. Η προφανής απάντηση είναι ότι διεκδικεί επιρροή για να κάνει πιο εύκολη τη ζωή του ως επενδυτή, σε μια χώρα όπου για να στηρίξεις τις επενδύσεις σου δεν αρκεί απλώς να τηρείς τους νόμους. Χρειάζεται ενίοτε να τους εκμαιεύεις –όπως τον περασμένο Μάρτιο, όταν η κυβέρνηση απέσπασε τις δημόσιες ευχαριστίες του Σαββίδη επειδή με τροπολογία έδωσε στην ομάδα του τη δυνατότητα να ρυθμίσει τα χρέη της προς το Δημόσιο.

Η λιγότερο εύκολη απάντηση στο τι θέλει ο Ιβάν Ιγνατίεβιτς ίσως αντανακλάται σε μια πιο πρόσφατη ευχαριστήριο επιστολή –σε αυτή που ο επιχειρηματίας απηύθυνε στον Τσίπρα προσωπικά, υπό την ιδιότητα του προέδρου της «Εθνοπολιτιστικής Αυτονομίας των Ελλήνων της Ρωσίας». Εκεί τον συγχαίρει για την –εντελώς μοναχική –στάση που κράτησε έναντι της Ρωσίας στην τελευταία σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία.

Οχι, ο Σαββίδης δεν είναι όσο εξωτικός φαίνεται. Το μόνο που επιφανειακά τον ξεχώρισε από τον καμβά των νέων μνηστήρων της μιντιακής ισχύος –απ’ όσους χθες εκόντες άκοντες εμψύχωσαν το θέατρο του συριζαϊκού διαγωνισμού –ήταν η γλώσσα του. Αλλά ακόμη και τα ρώσικα δεν ακούστηκαν ξένα. Κάθε άλλο. Εδεσαν με τα πολιτικά συμφραζόμενα. Ταίριαξαν γιατί ήταν σαν να υποδεικνύουν την πολιτική κουλτούρα με την οποία συγγενεύει η διαδικασία.

Δεν είναι τόσο ότι ο Σαββίδης εκπροσωπεί κάποιο ρωσικό ενδιαφέρον για τα ελληνικά πράγματα. Είναι ότι η ελληνική δημόσια ζωή θυμίζει ολοένα και περισσότερο πουτινική Ρωσία.