Για μια ορισμένη σχολή δημοσιογραφικού σχολιασμού και ανάλυσης οι λόγοι για τους οποίους κάποιος κάνει κάτι δεν χρειάζεται να εξηγηθούν –είναι «ευνόητοι». Είναι ευνόητοι όχι επειδή οι σχολιαστές του είδους εμπιστεύονται την οξυδέρκεια του αναγνωστικού τους κοινού ή των ακροατών τους. Αλλά επειδή υπονοείται ότι από πίσω υπάρχει ένα σκοτεινό αλλά πασιφανές σχέδιο, εξίσου σκοτεινά συμφέροντα που εξυπηρετούνται, λακέδες των αφεντικών, υποταγμένοι του συστήματος –ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Ευνόητοι είναι για παράδειγμα οι λόγοι για τους οποίους οι ξένοι επέβαλαν το πρώτο Μνημόνιο, η κυβέρνηση Παπανδρέου το υπέγραψε και η ΕΛΣΤΑΤ μέτρησε το έλλειμμα όσο το μέτρησε. Ακόμη πιο ευνόητοι είναι οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι δημοσιογράφοι υποστήριζαν ότι η εφαρμογή των συμφωνηθέντων είναι μονόδρομος ή τάχθηκαν υπέρ του Ναι στο δημοψήφισμα.

Απέναντι σε κάθε γραμμή που γράφεται, σε κάθε φράση που ακούγεται, τότε και τώρα, υψώνεται το βουητό των ευνόητων λόγων, το οποίο αρκεί για να αποκαλύψει με ένα και μόνο επίθετο το πραγματικό νόημα απόψεων που διατυπώνονται και δεν αρέσουν. Είναι μια ανάγνωση που κάνουν άνθρωποι κατά τεκμήριο ή κατά δήλωσή τους προοδευτικοί, ενδεχομένως ευχάριστοι και καλόκαρδοι. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια ανάγνωση βαθύτατα και βίαια αντιδραστική. Μια ανάγνωση που εξοβελίζει τον δημόσιο διάλογο από το πεδίο των επιχειρημάτων, δηλαδή της ίδιας του της ουσίας, και τον μεταφέρει στο πεδίο του τσαμπουκά και της λάσπης. Στη δικτατορία του ευνόητου.

Μπορεί να ξέρει κανείς σε ποιον και γιατί αρέσει να κυλιέται σε αυτά τα λασπόνερα; Λόγοι υπάρχουν –και δεν είναι καθόλου ευνόητοι γιατί η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός δεν ανήκουν στη σφαίρα του ευνόητου, είναι φαινόμενα που απαιτούν να σκάψεις βαθιά. Κι ο λόγος είναι ευνόητος: οι ευνόητοι λόγοι είναι η άλλη ονομασία της ηθικής εξόντωσης.