Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ Νόιμαν ήταν μια γερμανίδα κομμουνίστρια που έζησε τη φρίκη δύο στρατοπέδων συγκέντρωσης: αφού οι Σοβιετικοί την εκτόπισαν την εποχή των σταλινικών εκκαθαρίσεων κάπου στις στέπες του Καζακστάν, στη συνέχεια την παρέδωσαν στους Ναζί για να ακολουθήσει ο εγκλεισμός της στο ναζιστικό στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ. Αυτή η μοναδική εμπειρία μεταφέρθηκε σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1949 με τον τίτλο «Φυλακισμένη του Στάλιν και του Χίτλερ: Ενας κόσμος στο σκοτάδι». Στα ελληνικά δεν κυκλοφόρησε ποτέ –αντίθετα με το βιογραφικό βιβλίο της «Μίλενα από την Πράγα» που αποτελεί παράλληλα ένα χρονικό της κράτησής της στο Ράβενσμπρουκ και κυκλοφόρησε πρόσφατα (εκδ. Κίχλη και Τα Πράγματα).

Η πολιτική τάξη στην Ελλάδα απέφευγε όλα αυτά τα χρόνια να ταυτίσει τους δυο ολοκληρωτισμούς όπως έκανε τότε η Μαργκαρέτε Μπούμπερ Νόιμαν και μερικές δεκαετίες αργότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, χωρίς όμως την ψήφο των ελλήνων ευρωβουλευτών. Αυτός ο ελληνικός εξαιρετισμός αποτυπώνεται κι εντός συνόρων. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που φιλοξενεί στο πολιτικό της φάσμα ένα παλαιοσταλινικό και ένα νεοναζιστικό κόμμα. Και όσο και αν η εκλογική τους δύναμη είναι προϊόν και της απογοήτευσης, της διαμαρτυρίας ή της αποστροφής προς τα κόμματα εξουσίας, υπάρχει και ένα σεβαστό τμήμα των ψηφοφόρων τους που δεν είναι τίποτε περισσότερο από αυτό: νοσταλγοί των δυο μεγάλων ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα.

Είναι μια νοσταλγία στην πιο καθαρή της μορφή. Μια νοσταλγία που δεν την αγγίζουν η φρίκη, οι ζωές που χάθηκαν, οι συγκλονιστικές μαρτυρίες, ο πόνος ανθρώπων όπως είναι η Μαργκαρέτε Μπούμπερ Νόιμαν. Είναι όμως και μια νοσταλγία η οποία εμπεριέχει εκ των πραγμάτων μια πολιτική πρόταση για το παρόν και το μέλλον που προέρχεται από το πιο σκοτεινό παρελθόν. Και που βρίσκει κοινό σε δημοκρατίες χωρίς βάθος, ιστορική γνώση και αντισώματα.