Λένε ότι τα πράγματα καμιά φορά χειροτερεύουν προτού βελτιωθούν. Ωστόσο στην περίπτωσή μας η χειροτέρευση είναι διαρκής και γενικευμένη.

Με εξαίρεση τους εταίρους στην κυβέρνηση, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, και κάποιους ημετέρους που φαίνεται να αναμένουν να ωφεληθούν, η κατάσταση της χώρας γίνεται όλο και χειρότερη. Αρχής γενομένης από τα εξωτερικά. Η δικαστική αναζωπύρωση της υπόθεσης ΕΛΣΤΑΤ έβαλε τους κυβερνώντες –και, δυστυχώς, μαζί και τη χώρα –στο στοιχειωμένο δάσος των greek statistics του 2009. Οι Ευρωπαίοι δεν έχουν καμία διάθεση να ακολουθήσουν τις παράξενες λογικές του δόγματος Παπαγγελόπουλου για την ποινική αποτίμηση των δημοσιονομικών στοιχείων. Αναμένουν από την κυβέρνηση να μεταμεληθεί, να επανορθώσει και να ξαναμπεί στον ίσιο δρόμο. Κρίνοντας από την εμπειρία των υποκλοπών των συνομιλιών στελεχών του ΔΝΤ τον περασμένο Φεβρουάριο, αυτό είναι κάτι που θα γίνει. Αλλά θα γίνει με κόστος για τη χώρα.

Την ίδια ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας φωτογραφίζεται μειδιώντας σε άλλη μια παρισινή συνάντηση αρχηγών κρατών που ανήκουν στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική οικογένεια –όπου σταθερά καλείται –οι κυβερνώντες επιχειρούν αντιευρωπαϊκή στροφή. Και στο θέμα της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων –η οποία μάλλον αποτελεί πολιτικό πυροτέχνημα –αλλά και στη μεθόδευση που έχει υιοθετηθεί στην υπόθεση της τηλεοπτικής αδειοδότησης. Υπενθυμίζεται ότι της επιστολής Τίσεν για την ΕΛΣΤΑΤ είχε προηγηθεί η επιστολή Ετινγκερ στις αρχές του καλοκαιριού για το τηλεοπτικό φάσμα. Η προκρούστεια λογική της κυβέρνησης στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών είναι προφανής και αντιβαίνει στο ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο. Καθώς όμως αποτελεί κεντρικό κομμάτι μιας στρατηγικής διαρκούς σύγκρουσης –αν όχι καταστροφής –είναι δύσκολο να δει κανείς πώς θα αποφευχθεί η αντιπαράθεση και στο μέτωπο αυτό με τις Βρυξέλλες. Θα έχει, βεβαίως, προηγηθεί η αποψίλωση του κλάδου, ο οποίος, ειρωνικά μιλώντας, καταστρέφεται για να «αναμορφωθεί».

Το χειρότερο είναι ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί μεσο-μακροπρόθεσμα να επιβάλει την άποψή της ούτε σε θέματα πρόσφατης δημοσιονομικής ιστορίας ούτε στο πώς θα λειτουργήσει η ενημέρωση στην ψηφιακή εποχή των εκατοντάδων καναλιών και του Διαδικτύου. Συντηρεί λοιπόν όλες αυτές τις συγκρούσεις είτε για να πέσει «μαχόμενη» σε εκλογές που έτσι κι αλλιώς θα χαθούν είτε για να επιφέρει σημαντική βλάβη σε τομείς που λόγω της κουλτούρας τους οι κυβερνώντες δεν νιώθουν άνετα αν δεν τους έχουν υπό τον απόλυτο έλεγχό τους. Μονά – ζυγά η χώρα είναι χαμένη, ενώ είναι αμφίβολο αν αυτή η στρατηγική πολιτικού μηδενισμού μπορεί να προσφέρει κάτι σε αυτούς που την ευαγγελίζονται.