Ενα μικρό μαγαζί σε νησιωτικό δρόμο ήπιας τουριστικής κυκλοφορίας. Ο ιδιοκτήτης του διατηρεί –όχι από άποψη, από αφηρημάδα –τα στοιχεία τού παραδοσιακού καφενέ με εκσυγχρονιστικές επεμβάσεις τύπου φρέντο, ισοτονικά ποτά και καρεκλοπολυθρόνες μαζικής παραγωγής σε ανατριχιαστική απομίμηση Σταρκ. Από κακή συνεννόηση, «εγκλωβίστηκα» εκεί για κάμποση ώρα, στήνοντας, για να μη βαρεθώ, αφτί στις κουβέντες της λιγοστής ντόπιας πελατείας. Για να συνειδητοποιήσω άλλη μια φορά πώς κατακερματίζονται οι μεγάλες ειδήσεις στους μικρόκοσμους των ανθρώπων. Το πώς τις μεταποιούν στα μέτρα τους αποσπώντας τες από τον πυρήνα τους.

Οι δύο φίλοι, άνω των εβδομήντα πέντε, ανήκαν σε διαφορετικούς ανθρωπότυπους. Ο ένας περπατημένος, παλιός ναυτικός απ’ ό,τι κατάλαβα, ο άλλος πιο αχνός, συνταξιούχος του δήμου όπως συμπέρανα από τα συμφραζόμενα. Μιλούσαν για την τραγωδία της Αίγινας, με τον αναπτήρα και το πακέτο των τσιγάρων προσομοίαζαν τις πορείες των δύο πλεούμενων αλλά γρήγορα η κουβέντα πήγε στο «περσινό ναυάγιο έξω απ’ τη Γιοκοχάμα». Για δύο παλαιότερα ναυτικά ατυχήματα, για το αν έπραξε σωστά κάποιος Μάρκος, για το ποιο ναυάγιο ήταν πιο… ναυάγιο. Το ειδησεογραφικό παρόν ήταν ήδη παρελθόν ενώ το παρελθόν ήταν το δικό τους παρόν. Επί αυτού διαφώνησαν, ανέβασαν του τόνους, λογομάχησαν. Μέχρι που στην (χωρίς ήχο) κρεμασμένη από το ταβάνι τηλεόραση εμφανίστηκε ο Πρωθυπουργός. «Δεν μας τα λέει καλά ο Λευτέρης» σχολίασε ο ναυτικός. «Ποιος Λευτέρης;» ρώτησε ο φίλος του. «Αυτός». «Μα δεν τον λένε Λευτέρη». «Πώς τον λένε;». «Αλέξη». «Ε, σάμπως έχει σημασία» απεφάνθη και η προσοχή του μετατοπίστηκε στο πλοίο που έμπαινε στο λιμάνι. Σάμπως έχει;