Την ημέρα που ο Αριστείδης Μπαλτάς αφόριζε την αριστεία ως ρετσινιά δεν μπορούσε ασφαλώς να φανταστεί ότι οι έλληνες αθλητές θα αρίστευαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο. Μπορούσε όμως να φανταστεί ότι η ιδεολογικοποίηση της έννοιας της αριστείας, η εξορία της από ό,τι θεωρεί αριστερό, θα προκαλούσε κάποτε στο κόμμα του αμηχανία: η πρώτη φορά Αριστερά έχει μπροστά της πέντε ολυμπιονίκες και δεν ξέρει τι να τους κάνει. Να αρκεστεί στα πρωθυπουργικά tweets ή να τους υποδεχθεί στο Μαξίμου; Να τους υποσχεθεί χρήμα και υποδομές ή να αφήσει να ξεχαστούν τα σκοπευτήρια που δεν υπάρχουν; Να τους καλέσει στη Βουλή για να μιλήσουν ή να προτιμήσει την οπωσδήποτε πιο βολική σιωπή τους;

Είναι μια αμηχανία που αποτυπώθηκε στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο υπουργός Εσωτερικών υποδέχθηκε εκεί την Αννα Κορακάκη ως «παιδί όλων μας» αλλά οι υπόλοιποι ολυμπιονίκες έμειναν χωρίς υπουργική υποδοχή. Και αποτυπώθηκε και στα σχόλια των οργανικών σχολιαστών του ΣΥΡΙΖΑ. Η αποδόμηση της αριστείας του Πύρρου Δήμα μπορεί να διαβαστεί και ως απόκοτο του δόγματος της ρετσινιάς. Είναι σαν να έχει γραφτεί ήδη το οργισμένο σχόλιο που θα λέει ότι οι άριστοι των αθλητών είναι θύματα της ίδιας τους της ματαιοδοξίας, ότι η ατομική προσπάθεια είναι εκ φύσεως αντιθετική με την προσπάθεια του συνόλου και ότι ο αθλητισμός, ο πραγματικός και άδολος αθλητισμός, μπορεί να νοηθεί μόνο ως μαζική δραστηριότητα και όχι ως εφαλτήριο προσωπικής διάκρισης.

Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια η Πολιτεία αναγκάζεται να υποδεχθεί ολυμπιονίκες οι οποίοι δεν της χρωστάνε σχεδόν τίποτε. Είναι κι αυτός ένας λόγος για τον οποίο δεν ξέρει τι να τους κάνει. Οχι πως η πρώτη φορά Αριστερά δεν θέλει λίγη από τη λάμψη των αρίστων. Μόνο που τη θέλει αρετσίνωτη.