Στους παλιούς καλούς καιρούς επαναλαμβανόταν ως κοινοτοπία η περίφημη φράση του Ουμπέρτο Εκο πως τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις. Τις τελευταίες εβδομάδες όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ενα προεξοφλημένο τσουνάμι εξελίξεων (τρόικα, εργασιακό, μείωση συντάξεων, φορολογία κ.λπ.) με αφετηρία τον Σεπτέμβριο διαμορφώνεται ήδη στο παρασκήνιο και είναι τόσο ισχυρό, ώστε η βοή του ακόμη και στις ημέρες του καύσωνα να είναι πλέον αισθητή. Και όλα αυτά παράλληλα καλύπτονται και από την αύρα των εκλογών. Κυρίως η εκλογολογία ενισχύεται από δύο αντίρροπα στρατόπεδα. Πρώτον, από την πλευρά της «ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης» η οποία θέλει να επανέλθει στην κυβέρνηση και συγχρόνως είτε να επιταχύνει τις εσωτερικές της ανακατατάξεις είτε να περιορίσει τις παραφωνίες και, δεύτερον, από την πλευρά του Μαξίμου, όπου διατυπώνεται ως απειλή προς την τρόικα, εκβιάζοντάς την πως θα ενισχύσει την πολιτική αστάθεια στην παραπαίουσα Ευρωπαϊκή Ενωση. Ως γνωστόν, τα μείζονα εσωτερικά θέματα της ΕΕ είναι ο κίνδυνος της οικονομικής και πολιτικής αστάθειας της Ιταλίας, της τρίτης σε μέγεθος οικονομίας της ευρωζώνης, και οι μαύρες τρύπες του ευρωπαϊκού –και γερμανικού –τραπεζικού συστήματος. Αν αυτά προστεθούν στην αναταραχή που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή (Προσφυγικό, Μέση Ανατολή, Ουκρανία, Τουρκία κ.λπ.), διαμορφώνουν ένα εξαιρετικά εκρηκτικό περιβάλλον.

Σε αυτό το πλαίσιο ο Τσίπρας και η ομάδα του θεωρούν ότι είναι δυνατόν να αποσπάσουν λιγότερη λιτότητα από τους δανειστές με ό,τι αυτό σημαίνει (κόφτης, δημοσιονομικό πλεόνασμα, εργασιακά, χρέος κ.λπ.). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και ενισχύουν εμμέσως την υφέρπουσα εκλογολογία.

Κι αν όλα αυτά συμβαίνουν στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, από την άλλη πλευρά σε ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας η κατάσταση εξελίσσεται με δραματικούς ρυθμούς. Αυτό που μέχρι πριν από μερικούς μήνες αποκαλούνταν «κοινωνικός ΣΥΡΙΖΑ» δεν υφίσταται –ούτε ως κοινωνικός, διότι έχει αποσαθρωθεί η κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ του περασμένου Σεπτεμβρίου από την υπογραφή και την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου, ούτε επί της ουσίας ως ΣΥΡΙΖΑ, διότι το άλλοτε πρωτότυπο και κραταιό εκλογικά κόμμα αποτελείται πλέον από μερικές χιλιάδες έμμισθους είτε στην Κουμουνδούρου είτε στο Δημόσιο και στην κυβέρνηση. Ως εκ τούτου, το σοβαρό ενδεχόμενο των εκλογών είναι μάλλον απίθανο. Κι αυτό το γνωρίζουν καλά στο Μέγαρο Μαξίμου και επίσης γνωρίζουν πως ο μεγαλύτερος εχθρός τους δεν είναι η Νέα Δημοκρατία, αλλά η αποχή. Παρεμπιπτόντως, τον Οκτώβριο του 2009 η αποχή κατέστρεψε τη Νέα Δημοκρατία και ο Γιώργος Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές με περίπου δέκα μονάδες διαφορά, παρά το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ πήρε σχεδόν τις ίδιες ψήφους με αυτές του 2007. Αν αυτό συνέβη τότε, σε ομαλές συνθήκες, τι θα συμβεί τώρα; Κι επειδή η ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου έχει αρχίσει και διαμορφώνει δικό της σύστημα εξουσίας, έστω με άτσαλο τρόπο, η εκλογική αναμέτρηση, που είναι βέβαιο ότι θα φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερη θέση, θα το θέσει υπό αμφισβήτηση. Αντιθέτως, πέραν της εκλογικής πομφόλυγας, η ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου γνωρίζει μέσα από την κυνική προσέγγιση των πραγμάτων –ο εξουσιαστικός κυνισμός είναι η υπέρτατη ιδεολογία της –ότι η παραμονή της στην κυβέρνηση δεν περνά μέσα από την ενίσχυση του κόμματος –σε αυτό δεν έχει αυταπάτες -, αλλά μέσα από τον έλεγχο των μηχανισμών πολιτικής χειραγώγησης, που είναι τα αστικά ΜΜΕ και κυρίως τα τηλεοπτικά κανάλια. Αυτά θέλει να ελέγξει άμεσα ή έμμεσα. Αλλά έχει και ένδεια προσώπων γι’ αυτό και επενδύει σε τύπους όπως ο Καλογρίτσας. Εχει βέβαια στα χέρια της όλους τους μηχανισμούς εξουσίας και σύμφωνα με το αξίωμα πως «και η πιο αδύναμη κυβέρνηση είναι απείρως ισχυρότερη και από τον πιο ισχυρό επιχειρηματικό όμιλο», τότε θα κατορθώσει να διαμορφώσει μια νέα κατάσταση στο τηλεοπτικό τοπίο.

Αλλά η ιστορικότητα της εποχής και η ταχύτητα των εξελίξεων είναι τέτοια που η παρέα του Μεγάρου Μαξίμου θα χαθεί αργά ή γρήγορα στην κινούμενη άμμο της κοινωνίας, αφήνοντας κληρονομιά την πολιτική απογοήτευση και τη δυσφήμηση της Αριστεράς.