«Για να κατεβείς υποψήφιος πρέπει να έχεις έναν πολύ σοβαρό λόγο. Ο απολογισμός των πεπραγμένων σου δεν αρκεί». Ο αφορισμός είναι του Φρανσουά Ολάντ. Και δεν πρέπει να διαβαστεί υπό το πρίσμα του νεφελώδους νοήματός του και της παραδοξότητάς του, αλλά ως πικρός και αστείος. Ως σλόγκαν μιας πολιτικής ιλαροτραγωδίας, της οποίας ο πρωταγωνιστής είναι υποχρεωμένος να μείνει πάνω στη σκηνή έως το ταπεινωτικό τέλος: ο γάλλος πρόεδρος έχει να επιλέξει ανάμεσα σε μια νέα εσωκομματική αναμέτρηση για το χρίσμα με αβέβαιο αποτέλεσμα (ή –σε περίπτωση που κερδίσει το χρίσμα –την ακόμη μεγαλύτερη ταπείνωση του αποκλεισμού από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών) και την απόσυρση.

Ο Ολάντ συστήθηκε το 2012 ως «νορμάλ». Ενας κανονικός πρόεδρος που, αντίθετα από τον Νικολά Σαρκοζί, θα κυβερνούσε τη χώρα του χωρίς να την απασχολεί με την κρεβατοκάμαρά του και θα προχωρούσε τις τολμηρές μεταρρυθμίσεις για τις οποίες ψηφίστηκε, όπως ήταν εκείνη για τη φορολόγηση των πλουσίων με 70%. Η άρρητη υπόσχεση της κρεβατοκάμαρας σκόνταψε στους επίμονους παπαράτσι του περιοδικού «Closer». Η ρητή τής φορολόγησης στην εξαλλοσύνη του Ζεράρ Ντεπαρντιέ και άλλων λεφτάδων που απείλησαν ότι θα μεταναστεύσουν μαζικά στο Βέλγιο –ο ίδιος ο Ντεπαρντιέ έφτασε ώς την αυλή του Πούτιν.

Αν ο Ολάντ πληρώνει κάτι, αυτό δεν είναι η ατολμία του, η έφεσή του να υποχωρεί όποτε αποφασίζει να τολμήσει και η αδυναμία του να υποστηρίξει τις θέσεις του εκείνες τις ελάχιστες φορές που εμφανίστηκε ανυποχώρητος. Δεν είναι τόσο η απουσία πολιτικής στιβαρότητας που του στοιχίζει όσο η επικοινωνιακή αυτοδιάψευσή του. Ο Ολάντ πληρώνει κυρίως την ψευδή εικόνα που καλλιέργησε προεκλογικά για τον εαυτό του και για το στυλ διακυβέρνησής του. Κι αυτό είναι ένα ψεύδος χωρίς ημερομηνία λήξης που πληρώνεται όποτε και να «κατεβεί» κανείς εκλογές.