Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχε επισκεφθεί την Ελλάδα ένας κοινοτικός επίτροπος. Μετά την εικονική του ξενάγηση στους λαβυρίνθους της Δημόσιας Διοίκησης, την περιήγησή του στον μαγικό κόσμο των προνομίων, των ειδικών καθεστώτων και των σουρεαλιστικών επιδομάτων, τη διαπίστωσή του ότι κάποιοι υπάλληλοι ήταν πιο ίσοι από τους άλλους, ο επίτροπος έκανε ένα σχόλιο, το οποίο εύκολα θα μπορούσε να εισπράξει κανείς ως προσβολή, ως δείγμα της περιφρόνησης του κέντρου της Ευρώπης απέναντι σε κάτι που δεν θεωρούσε τίποτε περισσότερο από τη βαλκανική του απόφυση: «Σε αυτή τη χώρα –είπε ο επίτροπος –δεν έχει φτάσει ακόμη η Γαλλική Επανάσταση».

Στην πραγματικότητα το σχόλιο του επιτρόπου αποτύπωνε μια αλήθεια. Το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης ήταν και παραμένει απόν. Από τον στενό πυρήνα του κράτους και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα έως την εκπαίδευση και την αγορά εργασίας συντηρείται ένα πλέγμα ανισοτήτων. Ακόμη χειρότερα, γύρω από αυτό το πλέγμα υψώνεται ένα τείχος προστασίας από εκείνους που θεωρητικά μάχονται ολόψυχα για μια πιο ίση και πιο δίκαιη κοινωνία. Οι ιππότες της ισότητας μεταμορφώνονται σε ιεροκήρυκες υπεράσπισης των προνομίων που απολαμβάνουν οι συνδικαλιστές στο όνομα της απρόσκοπτης άσκησης των καθηκόντων τους –από τις συνδικαλιστικές άδειες έως το δικαίωμα στις αδικαιολόγητες απουσίες.

Στη γαλλική ταινία «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο», που τόσο άγγιξε το ελληνικό κοινό, ένας συνδικαλιστής απαρνείται τα προνόμια που απορρέουν από την ιδιότητά του για να μπει στην κλήρωση των υπό απόλυση συναδέλφων του. Αλλά αυτά συμβαίνουν μόνο στο σινεμά. Στην πραγματική ζωή οι συνδικαλιστές αρνούνται να στερηθούν ό,τι στερήθηκε εκείνος ο Μισέλ Μαρτερόν. Και το (πολύ αριστερό) αίτημα να καταργηθούν τα πιο σκανδαλώδη προνόμια από εκείνα που συντηρούν το τέρας των ανισοτήτων διατυπώνεται από τους δανειστές.