Ας υποθέσουμε ότι ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας έχει δίκιο: ότι η πρόσληψη καθαριστριών με ατομικές συμβάσεις στοιχίζει λιγότερο, πως οι εργολάβοι καθαριότητας είναι εκμεταλλευτές και ότι οι υπάλληλοί τους δουλεύουν σε χειρότερες συνθήκες ακόμη και από εκείνες που δούλευαν οι σκλάβοι του αμερικανικού Νότου. Ας πούμε ότι ο ίδιος διακατέχεται από ένα γνήσιο πάθος απέναντι στην υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος και την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων.

Ας υποθέσουμε επίσης ότι η τοποθέτηση της αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας για τις καταλήψεις δεν ήταν μια φιλοφρόνηση, ένα κλείσιμο του ματιού απέναντι στους καταληψίες, αλλά ο σπόρος ενός αυθεντικού διλήμματος με φιλοσοφικές προεκτάσεις: προτιμάμε τις καταλήψεις στην Ελλάδα ή τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γαλλία, τις καταλήψεις ή την πείνα στην Αφρική, τις καταλήψεις ή το κρύο στην Ανταρκτική; Ή ας πούμε ότι ήταν μια έμμεση προτροπή να γίνουν οι καταλήψεις ένα κοινωνικό πείραμα αναδιανομής της στέγης. Από αυτήν την άποψη, πράγματι «δεν πειράζουν», όπως είπε και η υπουργός –αρκεί βεβαίως να αφορούν τις ιδιοκτησίες των άλλων.

Κι αφού τελειώσαμε με τις υποτιθέμενες αγνές προθέσεις, ας πάμε στο πραγματικό πρόβλημα. Και αυτό δεν είναι άλλο από τη στάση των δύο υπουργών απέναντι στο κράτος δικαίου –το οποίο παρεμπιπτόντως έχουν ορκιστεί ότι θα υπηρετούν με την τήρηση των νόμων και του Συντάγματος. Ο Πολάκης φαίνεται να πιστεύει ότι οι πολιτικές του αποφάσεις δεν επιτρέπεται να κρίνονται από τη Δικαιοσύνη γιατί αυτό σημαίνει ότι δεν κυβερνάει αυτός αυτόν τον τόπο, αλλά «κάποιος δικαστής». Η Σία Αναγνωστοπούλου σχετικοποιεί το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και νομιμοποιεί το δίκιο τού πιο ισχυρού, δηλαδή των καταληψιών. Το κάνουν στο όνομα ενός ανώτερου σκοπού; Μπορεί. Μόνο που οι ανώτεροι σκοποί οδηγούν στην κόλαση πιο γρήγορα και από τις αγνές προθέσεις.