Κατ’ αρχάς αποφεύχθηκαν τα χειρότερα. Ο Θοδωρής Δρίτσας δεν αφιέρωσε στους πρόσφυγες Ελύτη: «Στ’ ανοιχτά του πέλαγου με καρτέρεσαν/ με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε». Δεν αφιέρωσε καν Καζαντζίδη. Ο λυρισμός βέβαια παραμένει ανυπόφορος σαν παλιοκαιρισμένος επίδεσμος σε χαίνουσα πληγή. Ειδικά από τη στιγμή που οι στίχοι κλείνουν μια αυτοαναφορική ευχαριστία σε «φορείς και πρόσωπα», συναρμόδια υπουργεία, τον Πρωθυπουργό και το Κυβερνητικό Συμβούλιο, τον Ολυμπιακό και την Αρχιεπισκοπή, τις κομματικές νεολαίες, τους δημοσιογράφους, τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες («(…) συχνά η συνολικά θετική τους συνεισφορά στην ενημέρωση ή στην αναγκαία κριτική υπονομεύθηκε από επιμέρους αδόκιμες και αντιδεοντολογικές συμπεριφορές και πρακτικές κατασκευής ψεύτικων ειδήσεων ή τρομολαγνικής διόγκωσης γεγονότων και επιλεκτικής πληροφόρησης»).

Ξεχαστήκαμε όμως με τα σουξέ-κονσέρβα. Ο υπουργός μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ πρέπει να είναι και, κυρίως, να φαίνεται φιλολαϊκός. Στο κάτω κάτω, η αφιέρωση Δρίτσα δεν απέχει από τις αυτοσχέδιες συναυλίες γύρω από τις φωτιές των «αλληλέγγυων» ή τις συμβατικές συναυλίες των ποθοπλάνταχτων τροβαδούρων που αφιερώνουν κι ένα τραγούδι παραπάνω για τους πρόσφυγες. Η αφιέρωση Δρίτσα είναι η άλλη όψη στον σπαραξικάρδιο αμανέ του Σπίρτζη («πονάω, αλλά υπογράφω»). Η απεγνωσμένη κατακλείδα σε μια μαθητική έκθεση που δεν έπιασε τα προαπαιτούμενα του θέματος. Η ανέξοδη κολακεία για την αυτονόητη λειτουργία μιας πολιτείας, η οποία στην ανακοίνωση του υπουργείου Ναυτιλίας περιγράφεται σαν «πραγματικός άθλος». Ούτε ο Χέρμαν Μπροχ δεν θα τα είχε καταφέρει καλύτερα στον ορισμό του: «Κιτς είναι η σύγχυση του ηθικού με το αισθητικό».