Ο πατέρας μου και ο πατέρας τού πατέρα μου πέθαναν προτού να συμπληρώσουν τα πενήντα. Εγώ –εκτός συγκλονιστικού απροόπτου –θα διαβώ την Τετάρτη που μας έρχεται τον εν λόγω Ρουβίκωνα.

«Τα σημερινά πενήντα είναι τα χθεσινά σαράντα, ίσως και τα προχθεσινά τριάντα!» με παρηγορούν οι φίλοι μου. Προς επίρρωσιν δε του ισχυρισμού τους, επικαλούνται το μεταπολεμικό σουξέ «Βρε πώς μπατιρίσαμε που σαρανταρίσαμε» –που περιγράφει μια παρέα σαραντάρηδων στα πρόθυρα του γηροκομείου –ή και τον «Τρελοπενηντάρη» του Λάμπρου Κωνσταντάρα, η ερωτική ικμάδα του οποίου αποτελούσε σκάνδαλο για την τότε κοινωνία. «Ουδεμίαν χρείαν έχω παρηγοριάς!» τους καθησυχάζω. «Νιώθω ίσα ίσα τη συμπλήρωση μισού αιώνα ζωής σαν την κατάκτηση μιας υπερήφανης –κι ούτε καν χιονισμένης –βουνοκορφής. Δεδομένης δε της κραιπάλης στην οποία επιδιδόμουν κατά τα πρώτα νιάτα μου, όταν σπανίως κοιμόμουν πριν από το χάραμα και ακόμα σπανιότερα τελείως νηφάλιος, η έκπληξή μου που φτάνω ώς εδώ κατά τεκμήριον υγιής, δίχως το σώμα μου να με έχει ποτέ προδώσει, η έκπληξή μου υπερβαίνει κι αυτήν ακόμα τη χαρά μου!».

«Νούμερα», θα μου πείτε, «επέτειοι με συμβολική σημασία…». Θα διαφωνήσω. Το έτος γέννησής μου απέχει εξίσου σχεδόν από το Μνημόνιο του 2010 και από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι εικόνες που έχω δει, οι θρίαμβοι και οι πανωλεθρίες που έχω βιώσει μου προσφέρουν ικανό αφηγηματικό υλικό, ώστε –σαν άλλη Χαλιμά –να μπορώ να κρατήσω τον οποιονδήποτε χαλίφη ξάγρυπνο. Είτε να νανουρίσω το οποιοδήποτε παιδάκι. Ποια είναι άλλωστε η μόνη μας αναπαλλοτρίωτη περιουσία; Οι ιστορίες που περιέχουμε.

Ενας Αθηναίος στην ηλικία μου θυμάται τα γκρίζα ταξί με το ρολόι – καβουρδιστήρι και τα βαριά, σοβιετικής κατασκευής, τρόλεϊ, τα οποία φράκαραν συνήθως στα Χαυτεία, μεταξύ του πρώτου υπερκαταστήματος Μινιόν και του πορνοκινηματογράφου Αλάσκα –«Δύο Εργα Σεξ», «παρακαλούνται οι κ.κ. λούστροι όπως αφήνουσι τα κασελάκια τους εκτός της αιθούσης». Θυμάται τη Φωκίωνος Νέγρη στις δόξες της, το Γκάζι εργοστάσιο φωταερίου να βγάζει από τις καμινάδες του τουλίπες καπνού, τους εξοδούχους φαντάρους εν στολή να τρέμουν το συναπάντημα με τη στρατονομία. Θυμάται τις λαϊκές πλαζ. Τρίκυκλα άδειαζαν νεαρούς με τρανζιστοράκια και κοπέλες με σκούφους θαλάσσης ενώ θηριώδεις γιαγιάδες πλατσούριζαν στα ρηχά και μπούκωναν τα εγγόνια με κεφτέδες.

Ενας Αθηναίος στην ηλικία μου έχει δει τα θρυλικά ασπρόμαυρα σίριαλ της κρατικής τηλεόρασης, τους «Πανθέους», το «Λούνα Παρκ», ακόμα και τον «Αγνωστο Πόλεμο».

Εχει αμυδρή έστω ανάμνηση από το Πολυτεχνείο –αντιλαλούν στα αφτιά μου οι ριπές των ακροβολισμένων στις ταράτσες, μέναμε και κοντά… Ηταν εκεί στην αποθέωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974, στο τέλος της βασιλείας, στον θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ το 1981, στην ταπεινωτική πτώση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1989, στην ένδοξη επιστροφή του το 1993.

Ενας σημερινός πενηντάρης έχει ζήσει σε τρεις διαφορετικές πατρίδες. Στην «πτωχή πλην τιμία» Ελλάδα πριν από την ένταξη στην ΕΟΚ. Στο Ελντοράντο της Ανατολικής Μεσογείου, με τα Καγέν να συνωστίζονται έξω από τις μεγάλες πίστες και τους πορτιέρηδες να παίζουν τα ρέστα τους στο Χρηματιστήριο, με τον Σημίτη να εγκαινιάζει τα μεγάλα έργα –«δεν είναι μακέτο!» –και την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή να ζητάει από την Εφορία επιείκεια προς τους πολίτες. Και στην Ελλάδα της χρεοκοπίας, των Αγανακτισμένων, των βρικολάκων του Εμφυλίου, του Δεν Πληρώνω και του Ψόφα…

Ενας πενηντάρης, ο οποίος έχει λάβει γενναίο μερίδιο απόλαυσης και απογοήτευσης, δημιουργίας και συντριβής, απεχθάνεται τη νοσταλγικότητα. Αποστρέφεται το αυτομαστίγωμα, μα και τη μετακύλιση των ευθυνών του σε ξένους ώμους. Νιώθει σκληρό καρύδι –διατηρεί το πάθος του, έχοντας αποβάλει σημαντικό μέρος του φόβου. Οσες φορές και αν τον γκρεμίσει το άλογο στα κατσάβραχα, άλλες τόσες θα ξανασαλτάρει στη σέλα και θα προχωρήσει. «Σε παλάτια, σε τσαντίρια θα τα πιούμε τα ποτήρια…» σφυρίζει το τραγούδι του Τσιτσάνη.