Η συνταγματική πρόταση του Πρωθυπουργού τα είχε όλα: και σωστά και άχρηστα και επικίνδυνα στοιχεία. Είχε όμως κυρίως κάτι που χαρακτηρίζει όλες τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες: έλλειψη στόχευσης και ουσίας. Ηταν αυτό που φοβόμασταν, αλλά και που αντιστρατεύεται ευθέως το ίδιο το αναθεωρητικό διάβημα: ένα θεσμικό προπέτασμα χωρίς θεσμική λογική.

Από τις 16 + 1 προτάσεις (16 ειδικές αλλαγές και μια γενική ιδέα, την οποία δεν θα σχολιάσω, για δημοψηφίσματα επί των συνταγματικών ιδεών), μια μικρή κατηγορία απαντά σε υπαρκτά προβλήματα. Πρόκειται για την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διενέργεια εκλογών (η απευθείας εκλογή από τον λαό, όμως, προκαλεί άλλες ανισορροπίες), για τη ριζική τροποποίηση της διάταξης για την ευθύνη των υπουργών, για το ξεκαθάρισμα (που θα μπορούσε ωστόσο να γίνει και με νόμο) ότι η βουλευτική ασυλία αφορά αποκλειστικά πράξεις που σχετίζονται με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων και, ίσως, για τη λεγόμενη «εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας» καθώς και για την καθιέρωση δημοψηφισμάτων λαϊκής πρωτοβουλίας (με ορατό ωστόσο κίνδυνο κατάχρησης).

Στην κατηγορία των άχρηστων, «φιγουρατζίδικων» και πάντως μη συνταγματικής περιωπής προτάσεων θα έθετα το όριο θητειών για τους βουλευτές, την υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι βουλευτής, το ήξεις αφήξεις για τις ανεξάρτητες Αρχές (και πάλι να ρωτήσουμε, και μάλιστα μέσω Συντάγματος, τον λαό), τον δημόσιο χαρακτήρα του νερού και της ενέργειας (γιατί όχι και του αέρα που αναπνέουμε;) και τις περί τα εργασιακά «δικλίδες» (συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαιτησία), που απλώς προδίδουν την αγωνία του αρμόδιου υπουργού στις διαπραγματεύσεις του με τους δανειστές.

Η απειλή προέρχεται από μία σειρά διατάξεων που θα προκαλούσαν προβλήματα δημοκρατίας ή ισορροπίας. Πρόκειται για τη συνταγματική καθιέρωση της απλής αναλογικής (η επιμονή της κυβέρνησης, παρά την πρόσφατη ήττα της, σε μια συνταγή ακυβερνησίας είναι προκλητική), για την –έστω και λελογισμένη –αύξηση των προεδρικών αρμοδιοτήτων (να μην ξανανοίξουμε ένα ζήτημα που έκλεισε ορθά το 1986), τη δημοψηφισματική επικύρωση των διεθνών Συνθηκών, τη δημιουργία «εξαιρετικού γνωμοδοτικού» οργάνου για θέματα συνταγματικότητας (γιατί δεν τολμά η κυβέρνηση να προτείνει Συνταγματικό Δικαστήριο;).

Ιδιαίτερη εντύπωση, τέλος, ιδίως για μια αυτοαποκαλούμενη «αριστερή» κυβέρνηση, προκαλεί η ατολμία να προταθεί ο καθαρός διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας: η έννοια της «επικρατούσας θρησκείας» είναι ακριβώς αυτή που δεν ταιριάζει σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου αλλά και που, προφανώς, αποτελεί την κόκκινη γραμμή του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου.

Για να είχε νόημα η συνταγματική συζήτηση θα έπρεπε να γίνει σε άλλο χρόνο, σε άλλο πνεύμα και με βάση πολύ λιγότερες και πιο στοχευμένες προτάσεις. Ετσι όπως έγινε, μας αναγκάζει, δυστυχώς, να μιλήσουμε για μικροπολιτική.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος