Μνήμη Βασιλείου Ντούμα

Ενα σημείωμά μας για τη μετανάστευση πριν από δεκαπέντε ημέρες στη στήλη «Καλημέρα σας», με αφορμή ένα αφιέρωμα στη μετανάστευση του περιοδικού «Εποχές», πριν από ακριβώς 50 χρόνια, με τον τίτλο «Ευλογία ή κατάρα», φάνηκε από την ανταπόκριση που εκδηλώθηκε με e-mail και τηλεφωνήματα ότι έθιξε μια βαθιά περιοχή επώδυνης ευαισθησίας. Παρά το γεγονός ότι ακόμη και ο πιο αδαής ή αμόρφωτος γνωρίζει τη διαφορά ανάμεσα στη μετανάστευση και την προσφυγιά και ότι οι λόγοι που τις υπαγορεύουν είναι αδύνατον να συγκριθούν μεταξύ τους, σε σχέση με την αγωνία και τη δυστυχία που προϋποθέτουν τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη, μοιάζει η ίδια η μετακίνηση, το ξερίζωμα από τον γενέθλιο τόπο, να συνιστά ένα πρόβλημα μέγιστης συναισθηματικής και ηθικής τάξης.

Τρόμος. Οσο κι αν είναι φυσική συνθήκη του ανθρώπου να αναρωτιέται για την ταυτότητά του, όπως μια ύπαρξη μέσα σε ένα άγνωστο και εχθρικό σύμπαν, ο σχετικός προβληματισμός μοιάζει σχεδόν παιδαριώδης σε σχέση με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόμο. Τον τρόμο του ανθρώπου που εφοδιασμένος με μια ταυτότητα που τον αναγράφει ως Κονγκολέζο, Πακιστανό, Σύρο ή Νοτιοαμερικανό, την αισθάνεται αδύνατη να τον προστατεύσει μέσα στον κόσμο. Αντίθετα, νιώθει να τον εκθέτει σε πολλαπλάσιους κινδύνους απ’ ό,τι μια ταυτότητα που θα τον «έδειχνε» ως Ελβετό, Νεοϋορκέζο, Πορτογάλο ή Σουηδό. Είναι να απορεί κανείς με την τόσο ανώμαλη, έξω από κάθε λογική, εξέλιξη των κοινωνιών μας που έχουν κατορθώσει να μεταβάλλουν τη σύμβαση σε ουσία. Αφού το κατά συνθήκην, που είναι το να έχεις γεννηθεί Αφγανός ή Νοτιοαφρικανός, μεταβάλλεται σε κατ’ ουσίαν, όπως θα ίσχυε αν είχε διευκρινιστεί ότι με την ταυτότητα που σου προσπορίζει το Σύμπαν εμφανίζεσαι να μειονεκτείς. Αν όμως συνέβαινε κάτι τέτοιο θα ίσχυε για όλους.

Πατρίδα. Γεγονός ωστόσο παραμένει ότι η μετακίνηση των ανθρώπων, είτε προέρχεται από την ανάγκη να εξασφαλιστεί ένας πιο βελτιωμένος βίος (μετανάστευση) είτε γιατί κακήν κακώς έχουν εκδιωχθεί από τον γενέθλιο τόπο τους (προσφυγιά), η τρομακτική αυτή αλλαγή έχει ως αποτέλεσμα να σπάζει το κουκούλι μιας σύμβασης που λέγεται πατρίδα. Την πολυτιμότερη ίσως σύμβαση που έχει επινοήσει το ανθρώπινο γένος, αφού το να αισθάνεται κανείς ότι ανήκει σε μια πατρίδα τον καθησυχάζει σε σχέση με πολλά ερωτηματικά που θα τον έφερναν στα όρια της παραφροσύνης. Δεν θα ήταν δυνατόν να συνειδητοποιεί κανείς ως πατρίδα του το Σύμπαν –όπως ακριβώς θα ήταν το σωστό –και να συνέχιζε να συμπεριφέρεται ως λογικό ον. Το επιμέρους, το μικρό, το κατασκευασμένο, πάντα έσωζε από τον τρόμο που προκαλεί το συνολικό, το απόλυτο.

Εστω και αν οι συνέπειες είναι δυσβάστακτες και, αντί στη μετανάστευση και στην προσφυγιά να αναγνωρίζουμε μια ηθική αλληγορία που μας αφορά όλους ανεξαιρέτως, τις ταξιθετούμε με πολιτικά και κοινωνικά, δηλαδή κατασκευασμένα, κριτήρια.