Την εποχή που ο Φράνσις Φουκουγιάμα έβλεπε το τέλος της Ιστορίας να έρχεται, ο Πασκάλ Μπρικνέρ έγραφε τη «Μελαγχολική Δημοκρατία». Ο γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος έλεγε περίπου ό,τι και ο αμερικανός πολιτειολόγος –τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού είχαν καταρρεύσει, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είχαν νικήσει. Αλλά, αντίθετα από τον Φουκουγιάμα, ο Μπρικνέρ δεν θριαμβολογούσε. Η δημοκρατία, έλεγε, έμενε πλέον απελπιστικά μόνη, είχε στερηθεί τον πολύτιμο εχθρό που τη διατηρούσε σε εγρήγορση, είχε χάσει τους ζωτικούς της βαρβάρους. Και χωρίς αυτούς το μόνο που την περίμενε ήταν πλέον η παρακμή.

Η ζωή δικαίωσε τον Μπρικνέρ. Αν και στις φιλελεύθερες δημοκρατίες τα ατομικά δικαιώματα διευρύνονται συνεχώς, τα ίδια τα συστήματα δείχνουν να παρακμάζουν. Διαβρώνονται από τον λαϊκισμό, τον φανατισμό, τους εσωτερικούς τους εχθρούς που τα αμφισβητούν, την εσωστρέφεια που προκαλούν στους πολίτες οι προκλήσεις του 21ου αιώνα. Οι δημοκρατίες πράγματι έχουν μελαγχολήσει, δείχνουν παραιτημένες, ανίκανες να γοητεύσουν, να πείσουν, να ανανεωθούν. Μοιάζουν γερασμένες ακόμη και οι νεότερες όπως είναι η ελληνική –για να το αντιληφθεί κανείς, αρκεί να ρίξει μια ματιά στις εικόνες από τη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο για την αποκατάσταση τη δημοκρατίας: η ελληνική δημοκρατία δεν είναι απλώς μελαγχολική, είναι μια δημοκρατία σε κατάθλιψη.

Είναι ακριβώς η ίδια γεύση που άφησε η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα χθες στο προαύλιο της Βουλής. Ο Πρωθυπουργός υποτίθεται ότι περιέγραψε το θεσμικό λίφτινγκ που θα αναζωογονήσει μια καταθλιπτική δημοκρατία, της οποίας o ίδιος είχε αρνηθεί να γιορτάσει πριν από τέσσερα χρόνια την αποκατάσταση. Ο ναός της παρομοιαζόταν με οίκο ανοχής και ο πρόεδρος αυτού του ναού υποδεχόταν τις ψήφους των νεοναζιστών ως ευπρόσδεκτες. Το τελευταίο που χρειάζεται μια τέτοια δημοκρατία είναι ένα παιχνίδι με το Σύνταγμά της. Και το πρώτο, μια συνεχή και αταλάντευτη επίδειξη δημοκρατικής κουλτούρας.