Η ιστορία γράφεται με μεγάλα γεγονότα, αλλά η ζωή προχωράει με μικρά. Ετσι προχθές ξανασυνάντησα τη σημαντική μέσα στην ταπεινότητά της καθημερινότητα στην αίθουσα αναμονής ιατρείου στη Σύρο. Και μου υπενθύμισε μια υπαρξιακή σχέση «εξουσίας», από αυτές όμως που επιβάλλει ο «εξουσιαζόμενος» στον «εξουσιαστή». Τη σχέση μεταξύ γιατρού και, έστω κατά φαντασίαν, ασθενούς.

Ενας ντόπιος εβδομηντάρης –παλαιότερα θα τον χαρακτήριζα γεροντοπαλίκαρο –είχε επισκεφθεί τη μικροβιολόγο για εξετάσεις που έπρεπε να κάνει η μητέρα του, η οποία όμως δεν μπορούσε να μετακινηθεί εύκολα. (Τους ξέρω αυτούς τους μοναχικούς, γηραιούς, στοργικούς γιους που με αφοσίωση φροντίζουν τις υπέργηρες μητέρες τους –υποψήφιους ήρωες μυθιστορήματος τους φαντάζομαι).

Η μικροβιολόγος προσφέρθηκε να πάει στο σπίτι του για την αιμοληψία και ο γιος της εξήγησε τη διεύθυνση. Παρότι τον διαβεβαίωσε πως κατάλαβε απολύτως, εκείνος της δήλωσε: «Για καλό και για κακό, θα την έχω έξω από την πόρτα, σε μια πολυθρόνα, για να τη δείτε». Προσπερνώντας τον σκόπελο στη συνεννόηση, η γιατρός τον ρώτησε τι ώρα ξυπνούσε η μητέρα του. «Τι ώρα σας βολεύει; Στις εφτά, στις οχτώ; Εγώ θα τη βγάλω από τις έξι για να είμαστε σίγουροι. Και να μην έχει φάει τίποτα;». «Οχι, να φάει ό,τι θέλει». «Μπα. Νηστική θα την έχω απέξω, από τις έξι».

Αυτή η νοερή εικόνα της υπέργηρης Συριανής, τα χαράματα, στο κατώφλι του σπιτιού της να περιμένει τη γιατρό θα συμβολίζει για μένα στο εξής ότι όσο φτωχαίνουν οι άνθρωποι και όσο πιο πολύ αγαπιούνται τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχουν την υγεία τους.