Το πραξικόπημα στην Τουρκία ξάφνιασε πολλούς. Οι αλλεπάλληλες επιτυχείς αναμετρήσεις του Ερντογάν με το στρατοκρατικό κατεστημένο αλλά και η, έστω καρκινοβατούσα, ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας προϊδέαζαν ότι η χώρα είχε αφήσει πίσω τον φαύλο κύκλο των πραξικοπημάτων.

Το πραξικόπημα απέτυχε για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί οι πραξικοπηματίες έχασαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Καθώς απέτυχαν να ελέγξουν τις τηλεπικοινωνίες, τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης και τα νευραλγικά κέντρα της διακυβέρνησης. Δεύτερον, γιατί απέτυχαν να εξουδετερώσουν τον αντίπαλο τις πρώτες κρίσιμες ώρες. Εναν αντίπαλο με σοβαρά λαϊκά ερείσματα. Τρίτον, γιατί η διείσδυση του Ερντογάν στις ένοπλες δυνάμεις αποδεικνύεται σημαντική. Οι κεμαλιστές στο στράτευμα έχουν χάσει την ενότητά τους, την ιεραρχική δομή τους και μέρος της αποτελεσματικότητάς τους. Κι αυτό φάνηκε από τη δομή της οργάνωσης του πραξικοπήματος.

Η έκμετρη αντιμετώπιση των πρωταιτίων και η διαχείριση της επόμενης ημέρας από τον Ερντογάν αποτυπώνουν ξεκάθαρα και τις προθέσεις του. Στο εσωτερικό, θα χρησιμοποιήσει το πραξικόπημα για να προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις σε όλους τους θεσμούς του κράτους. Τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, το στράτευμα. Συγκεντρώνοντας ολοένα και περισσότερες εξουσίες και μετατρέποντας το πολίτευμα σε προεδρικό. Ακόμη και επαναφέροντας τη θανατική ποινή για λόγους εκφοβισμού των αντιπάλων.

Η πολιτική της πόλωσης και της συγκέντρωσης εξουσίας ισχυροποιεί τον Ερντογάν. Βλάπτει όμως την Τουρκία. Γιατί την αποξενώνει από την Ευρώπη, διχάζει την τουρκική κοινωνία και προϊδεάζει για συνθήκες χάους στη μετά τον Ερντογάν εποχή. Η δε συνεχιζόμενη αστάθεια θα στερήσει πόρους από την τουρκική οικονομία σε μια κρίσιμη περίοδο.

Στα εξωτερικά, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Ο Ερντογάν, από ένα σημείο και μετά, ακολούθησε αναθεωρητική πολιτική. Χρησιμοποίησε εργαλειακά την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και τον εκδημοκρατισμό που συνεπαγόταν, κυρίως για να περιορίσει το στρατοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο. Οταν το πέτυχε την έβαλε σε δεύτερη μοίρα. Ο στόχος του ήταν η Τουρκία να ηγηθεί του ισλαμικού κόσμου. Η πολιτική αυτή εκφράστηκε με έντονη αντισημιτική και αντιαμερικανική ρητορική και ανοχή ή και σύμπλευση με τζιχαντικές οργανώσεις. Η Τουρκία αποξενώθηκε από τη Δύση, διέρρηξε τη στρατηγική της σχέση με το Ισραήλ και την προνομιακή της σχέση με τη Ρωσία. Αυτή η γεωπολιτική αποδυνάμωσή της μαζί με τη συνεχιζόμενη αποδυνάμωση των ενόπλων δυνάμεων στον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων ήταν, άλλωστε, οι κυριότερες αιτίες του πραξικοπήματος.

Τα αδιέξοδα αυτά είχαν οδηγήσει ήδη τον Ερντογάν σε αναδίπλωση και εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία, το Ισραήλ αλλά και τις ΗΠΑ. Οχι όμως και στην εξάλειψη της καχυποψίας των συνομιλητών του για την πραγματική ατζέντα του, που στο επίκεντρό της παραμένει ισλαμική.

Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρώην υπουργός