Βλέμμα πικρό. Μέτωπο χαραγμένο. Χείλη σφιχτά. Πρόσωπο θλιμμένο, άνθρωπος λιγομίλητος. Ο Φερνάντο Σάντος είναι φιγούρα βγαλμένη από τα πορτογαλικά ψαροχώρια της δεκαετίας του ’50. Της εποχής των ψαράδων που πάλευαν για τον επιούσιο ρίχνοντας δίχτυα στον Ατλαντικό. Με το τσιγάρο μόνιμα κρεμασμένο στην άκρη των χειλιών, τα μανίκια γυρισμένα μέχρι τους αγκώνες, με φαρδιά παντελόνια ανεβασμένα μέχρι το γόνατο και πάντα ξυπόλητοι και φοβισμένοι από το καθεστώς του δικτάτορα Σαλαζάρ.

Οι Πορτογάλοι είναι λαός ταλαιπωρημένος. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 εγκατέλειπαν κατά χιλιάδες τις εστίες τους λόγω οικονομικής κρίσης, αναζητώντας την αρχή του νήματος μιας νέας ζωής. Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται στα χρόνια των Μνημονίων.

Ο πολυταξιδεμένος λαός ξέρει να επιβιώνει. Το απέδειξε άλλωστε έρευνα: είναι ο πιο ευπροσάρμοστος λαός μακριά από το σπίτι του.

Ο απόγονος του Ντα Γκάμα και του Μαγγελάνου ανακάλυψε τον δικό του Ειρηνικό στις ελληνικές ακροθαλασσιές, στα Μετέωρα και στην ελληνική ψυχή.

Αγάπησε τους Ελληνες με το ίδιο πάθος που τον αγάπησαν κι αυτοί.

Μοιράστηκε μαζί τους χαρούμενες και δυσάρεστες στιγμές. Αμφισβητήθηκε και αμφισβήτησε. Τσούγκρισε ποτήρια γεμάτα μπρούσκο, φανέρωσε το χαμόγελό του, χαλάρωσε και ένιωσε ένας από εμάς. Ο Φερνάντο Σάντος είναι σπουδαίος γιατί κατάφερε να μπει υπό τη σκέπη του άγραφου νόμου: οι επιτυχημένοι έχουν κακό τέλος στην Ελλάδα.