Πριν από μερικές ημέρες ο Αλαν Μπίτι, αρθρογράφος των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», καλούσε την Ανγκελα Μέρκελ να κάνει αυτό που μπορεί καλύτερα για να απορροφήσει η Ευρώπη τους κραδασμούς από το Brexit. Και ποιο είναι αυτό που μπορεί να κάνει καλύτερα η γερμανίδα καγκελάριος; Μα, να μην κάνει τίποτα.

Ετσι όπως ήταν διατυπωμένο το σχόλιο ακουγόταν κάπως ειρωνικό. Αλλά στην ουσία δεν ήταν. Αυτό που εννοούσε ο βρετανός δημοσιογράφος ήταν ότι η Ευρώπη και η Βρετανία χρειάζονται χρόνο για να βρουν τον βηματισμό τους στη βάση μιας νέας συνεργασίας. Και χρόνο δεν κερδίζει κανείς αν χάσει την ψυχραιμία του. Να γιατί η τάση της καγκελαρίου να αναβάλλει, να περιμένει, να μεταθέτει, μπορεί σε αυτή τη φάση να αποδειχθεί σωτήρια.

Στην πολιτική, η μη απόφαση είναι κι αυτή μια απόφαση –αυτό υπονοείται από την ανάλυση του Αλαν Μπίτι. Κι έχει επομένως όλα τα χαρακτηριστικά της απόφασης: το βάρος της ευθύνης γι’ αυτόν που τη λαμβάνει και τις συνέπειες γι’ αυτούς για τους οποίους λαμβάνεται. Από την ίδια αναβλητικότητα, τους ίδιους δισταγμούς, την ίδια τάση μετάθεσης των αποφάσεων για το μέλλον, το ίδιο κρύο αίμα συνοδεύτηκε και το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης το 2009. Η Ανγκελα Μέρκελ είχε τότε τοπικές εκλογές σε διάφορα ομοσπονδιακά κρατίδια. Οι αποφάσεις που δεν έλαβε εξυπηρέτησαν τους εκλογικούς σχεδιασμούς της. Ο χρόνος που χάθηκε όμως ήταν πολύτιμος. Και οι συνέπειες ήταν πολύ πιο αρνητικές όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη.

Από τότε έχουν περάσει σχεδόν επτά χρόνια. Και στα πολλά που έχουν αλλάξει, πρέπει να συμπεριλάβει κανείς και μια αλλαγή στη δημοκρατική διαδικασία. Αυτή η αλλαγή είναι η διάθεση να μετατεθεί το βάρος της απόφασης από το πολιτικό σώμα στους πολίτες. Είναι ένα είδος αμεσοδημοκρατικής λογικής, που υιοθετήθηκε κατά τη διαδικασία ανάδειξης των ηγεσιών ακόμη και συντηρητικών κομμάτων, που στο παρελθόν εκδήλωναν αλλεργία σε τέτοιες διαδικασίες. Η ίδια αμεσοδημοκρατική λογική διαπνέει και τη μόδα των δημοψηφισμάτων. Και υπηρετεί ακόμη και το πολιτικό μάρκετινγκ, όπως αποδεικνύεται από το ερωτηματολόγιο που συνέταξε η Νέα Δημοκρατία και ζητά να το συμπληρώσουν οι πολίτες για να φτιάξει με βάση τις απαντήσεις τους το πρόγραμμα του κόμματος.

Πολιτικά μπορεί να είναι αφελές να ρωτάει ένα κόμμα τους πολίτες αν συμφωνούν με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στη λειτουργία των δικαστηρίων ή να τους ζητά να επιλέξουν ανάμεσα στη μείωση του ΕΝΦΙΑ ή της εισφοράς αλληλεγγύης. Και μπορεί να είναι επικίνδυνο οι κυβερνήσεις να τους ζητούν να αποφασίσουν για τη σχέση τους με τον υπόλοιπο κόσμο ή (κάποια στιγμή) για την επαναφορά της θανατικής ποινής –οι κάλπες βγάζουν πολλές φορές τέρατα και από τον κανόνα δεν εξαιρείται καμία εκλογική διαδικασία, ειδικά τα δημοψηφίσματα.

Στην πραγματικότητα, όμως, αυτές δεν είναι παρά οι πρώτες απόπειρες να κλείσουν οι τρύπες του δημοκρατικού ελλείμματος που ταλανίζει τις σύγχρονες δημοκρατίες. Εστω και αν όλα αυτά γίνονται κάπως σπασμωδικά, αποδεικνύονται ατελέσφορα ή υπαγορεύονται από την πίεση των εχθρών τους, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες κάτι κινείται. Ασφαλώς με τη γνωστή βραδύτητα, την αναβλητικότητα και την αργοπορία που δεν χαρακτηρίζει μόνο την καγκελάριο αλλά και την ίδια την Ευρώπη.