Το «Sorpasso» ήταν μια ταινία του Ντίνο Ρίζι με τον Βιτόριο Γκάσμαν και τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν. Αλλά ήταν και το άτυπο σύνθημα των Podemos στις ισπανικές εκλογές: ήταν το «προσπέρασμα» που φιλοδοξούσε να κάνει ο Πάμπλο Ιγκλέσιας για να περάσει στην προνομιακή δεύτερη θέση της κούρσας των εκλογών. Από εκεί –και με λίγα γκάζια ακόμα –θα μπορούσε να φτάσει στο Palacio de la Moncloa ως πρωθυπουργός.

Αν τελικά ο Ιγκλέσιας δεν μπόρεσε να προσπεράσει τους Σοσιαλιστές δεν είναι γιατί δεν πάτησε αρκετά το γκάζι. Ηταν επειδή το έκανε όπως ο Γκάσμαν στην ταινία του Ρίζι: σαν να ήταν όλος ο δρόμος δικός του, με τη μέθη που προκαλεί η αίσθηση της ταχύτητας και τη ψευδαίσθηση ότι τα εμπόδια –τα άλλα αυτοκίνητα, οι στροφές, το προβληματικό οδόστρωμα –είναι ανύπαρκτα. Οι ισπανοί ψηφοφόροι, όμως, έδειξαν όχι μόνο να μην εντυπωσιάζονται από την ορμή του Ιγκλέσιας αλλά και να ψυλλιάζονται ότι ο αρχηγός των Podemos θα πάθει ό,τι έπαθε και ο ήρωας του Ρίζι στο τέλος της ταινίας: θα στουκάρει.

Ο Ιγκλέσιας πλήρωσε στις κάλπες τη βουλιμία του για την εξουσία. Πλήρωσε την ασυνέπεια του πολιτικού του λόγου, τους ελιγμούς του ανάμεσα στην μπολιβαριανή επανάσταση και την σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία, ένα παροιμιώδες άλμα από τη θερμή υποστήριξη στο δημοψήφισμα της Καταλωνίας στη διακριτική απόσταση. Η απόπειρα υφαρπαγής της κληρονομιάς του Θαπατέρο στο πεδίο των δικαιωμάτων ήταν ο πολιτικός πλεονασμός που δεν του συγχώρεσαν ποτέ οι Σοσιαλιστές. Ο Ιγκλέσιας θα είχε πιθανότατα καλύτερη τύχη αν πάταγε λίγο φρένο. Ή αν το εκλογικό σώμα της Ισπανίας αφηνόταν να παρασυρθεί από την ταχύτητα όπως παρασύρθηκε ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν χάνοντας τη ζωή του από τον «Φανφαρόνο» –αυτός ήταν ο τίτλος της ταινίας στα ελληνικά.