Η Εθνική Βραζιλίας του 1982 δεν ήταν απλώς μία ακόμη ομάδα. Ηταν μία καλλίπυγος μουλάτα του ποδοσφαίρου. Κατά πολλούς η καλύτερη ομάδα του κόσμου. Το ποδόσφαιρο που έπαιζε έμοιαζε γυναικείο κορμί που κινείται στους ρυθμούς της σάμπα. Τα τύμπανα έδιναν τον ρυθμό στα πόδια του Ζίκο, του Σόκρατες, του Φαλκάο, του Σερέζο που χόρευαν αγκαλιά με τη στρογγυλή Θεά.

Η Βραζιλία είχε ταξιδέψει στην Ισπανία έχοντας στις αποσκευές της τον τίτλο του φαβορί.

Εδειχνε ανίκητη, συνδυάζοντας τέχνη και αποτελεσματικότητα. Μέχρι τη στιγμή που έπεσε πάνω στην ανοργασμική Ιταλία του καταδικασμένου για παράνομα στοιχήματα Πάολο Ρόσι. Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή.

Τη θυμήθηκα ακούγοντας τους Κροάτες να παραπονιούνται πως προκρίθηκε η χειρότερη ομάδα, η Πορτογαλία.

Οι Κροάτες αποδεικνύονται ανιστόρητοι. Νικητές στο ποδοσφαιρικό ζατρίκιον δεν αναδεικνύονται οι καλύτεροι. Η Βραζιλία του Λεονίντας, η Ουγγαρία του Πούσκας, η Ολλανδία του Κρόιφ ήταν έργα τέχνης που έπρεπε να εκτίθενται στο ποδοσφαιρικό Λούβρο.

Αντ’ αυτού μετατράπηκαν σε παραγράφους ιστοριών επιτυχίας κατωτέρων ομάδων που για διάφορους λόγους έκοψαν πρώτες το νήμα.

Αμετροεπής και ο Φερνάντο Σάντος. Διεκδίκησε μερίδιο στην επιτυχία της ομάδας του με άκομψο τρόπο, λέγοντας πως οι παίκτες του ακολούθησαν κατά γράμμα το εγχειρίδιο που τους παρέδωσε. Ας μην τον παρεξηγούμε όμως. Εχει βαρεθεί, όπως και όλος ο κόσμος, να βλέπει τον Ρονάλντο να παίρνει το μεγαλύτερο μερίδιο μιας άδοξης δόξας.