ΛΟΝΔΙΝΟ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αντιμέτωπος με μια μεγάλη κρίση των αγορών, ο πολιτικός γκουρού της κυβέρνησης Κλίντον, ο James Carville, είχε πει: «Αν υπάρχει μετεμψύχωση θέλω να γυρίσω στη ζωή ως η αγορά ομολόγων, έτσι θα μπορώ να εκφοβίσω τους πάντες». Η ηγεσία της Ευρώπης σύντομα θα πάρει το ίδιο μάθημα.

Οι έξυπνοι μαθαίνουν από τα λάθη των άλλων, οι περισσότεροι άνθρωποι από τα δικά τους λάθη και οι βλάκες δεν μαθαίνουν ποτέ. Η ηγεσία της Ευρώπης έπρεπε να δει τι έρχεται από το 2008. Η κατάρρευση των αγορών ήταν ένας ξεκάθαρος πρόδρομος δείκτης για το πού πάει το πράγμα. Οκτώ χρόνια μετά, η χρηματοοικονομική κρίση έχει μεταλλαχθεί σε οικονομική, κοινωνική και πολιτική.

Εδώ και οκτώ χρόνια ο γαλλογερμανικός άξονας δεν έχει στρατηγική για την αντιμετώπιση της κρίσης: στρουθοκαμηλισμός από τους Γάλλους και λιτότητα από τους Γερμανούς. Αν η Ανγκελα Μέρκελ είχε μεγαλώσει από την άλλη μεριά του Τείχους, ίσως να είχε την ευκαιρία να ακούσει τον Jerry Garcia των Grateful Dead να τραγουδάει «αν σπείρεις πάγο, θα θερίσεις άνεμο». Και τα ημίμετρά της από το 2008 αυτό ακριβώς έκαναν.

Βέβαια οι Βρετανοί, και ιδιαίτερα το Συντηρητικό Κόμμα, έχουν τη δική τους πολύ αμαρτωλή ιστορία με τον λαϊκισμό και τον αντιευρωπαϊσμό. Αν όμως η Ευρώπη είχε κάνει μια έστω αξιοπρεπή διαχείριση της ευρωκρίσης, τότε η αξιοπιστία της θα ήταν τέτοια που κατ’ ελάχιστον το αποτέλεσμα στη Βρετανία θα ήταν το αντίστροφο. Μπορεί κάποιος να εμπιστευτεί μια Ευρώπη που δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα μιας μικρής χώρας όπως η Ελλάδα;

Οι λύσεις υπάρχουν. Οικονομολόγοι και πολλοί διεθνείς οργανισμοί τις έχουν προτείνει. Η Γερμανία πρέπει να αποδεχθεί την ανάγκη ενός ισχυρού, θετικού δημοσιονομικού σοκ με αυξημένες δαπάνες σε υποδομές και έρευνα που θα βελτιώσουν μακροπρόθεσμα την παραγωγικότητα των οικονομιών της ευρωζώνης και που άμεσα θα τονώσουν τη ζήτηση και θα ωφελήσουν ευρεία κοινωνικά στρώματα. Η Γαλλία πρέπει να μειώσει λελογισμένα τις δημόσιες δαπάνες της και να επιμείνει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως στην αγορά εργασίας, που θα ενισχύσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις και θα μειώσουν την ανεργία.

Αλλά η ηγεσία της Ευρώπης κρύβεται πίσω τον Ντράγκι, του επιτρέπει με την ποσοτική χαλάρωση να δίνει άφθονο παυσίπονο αλλά καθόλου φάρμακο. Η ποσοτική χαλάρωση από μόνη της δεν είναι λύση. Φανταστείτε τι διαφορά θα έκαναν τα τρισεκατομμύρια του Ντράγκι αν είχαν διοχετευτεί σε δημόσια έργα η έρευνα, ή ακόμη –γιατί όχι; –αν τα χρήματα αυτά είχαν δοθεί ως ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα σε φτωχά κοινωνικά στρώματα. Το αποτέλεσμα θα ήταν η αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης αλλά και η σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος.

Αντ’ αυτού η Γαλλία και η Γερμανία έχουν συμφωνήσει να μην πατάνε ο ένας τον κάλο του άλλου. Οι Γάλλοι διατηρούν τον κρατισμό τους και οι Γερμανοί τη λιτότητα και τα πλεονάσματά τους, χαϊδεύοντας έτσι τις επιθυμίες των ψηφοφόρων τους και διαιωνίζοντας την κρίση.

Βέβαια όταν στριμώχνουν τα πράγματα η γερμανική ελίτ υπαινίσσεται ότι θα υιοθετηθούν ριζοσπαστικότερες λύσεις, αλλά όχι άμεσα, παρά μόνο μετά τις επόμενες εκλογές. Με τα ομόσπονδα κράτη να έχουν «κρίσιμες» για την καγκελάριο εκλογές κάθε έξι μήνες, οι ριζοσπαστικές λύσεις μένουν στα συρτάρια και αναβάλλονται μέχρι νεωτέρας. Και έτσι η κρίση γίνεται διαρκώς πιο βαθιά. Τώρα πλέον η ψήφος των Βρετανών έδωσε ένα τεράστιο χτύπημα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, τον πιο βασικό πυλώνα ευημερίας των τελευταίων δεκαετιών.

Χρειάζεται πολιτικό θάρρος τώρα. Για να χρησιμοποιήσουμε πάλι μια ιστορία από τα χρηματιστήρια, η Μέρκελ, ο Ολάντ και οι υπόλοιποι πρέπει να ακούσουν τη συμβουλή που έδινε κάθε πρωί ο θρυλικός τραπεζίτης Τζον Γκούντφροϊντ στους χρηματιστές του: πρέπει να τολμήσετε να δαγκώσετε τα οπίσθια της αρκούδας.

Ο Βασίλης Θ. Καρατζάς είναι διευθύνων σύμβουλος της Levant Partners ΑΕΔΟΕΕ