Το 2005 ο γάλλος πρόεδρος Σιράκ είχε μια θαυμάσια ιδέα: η επικύρωση της νέας ευρωπαϊκής συνθήκης, του Ευρωσυντάγματος, να μη γίνει από τη γαλλική Βουλή αλλά από τον λαό, με δημοψήφισμα. Προεξοφλώντας μια εύκολη νίκη, ο Σιράκ θεωρούσε ότι το δημοψήφισμα θα ήταν μια θριαμβευτική ψήφος εμπιστοσύνης προς τον ίδιο, μια προεξόφληση της νίκης του στις επόμενες προεδρικές εκλογές και μια δύσκολη στιγμή για το αντίπαλο Σοσιαλιστικό Κόμμα που ήταν επί του θέματος διχασμένο. Το δημοψήφισμα διεξήχθη στις 29 Μαΐου και παρότι κανένα μεγάλο κόμμα και κανένα μεγάλο μέσο ενημέρωσης δεν υποστήριξε το Οχι, το Οχι κέρδισε με ποσοστό 55%. Βατερλώ για τον πρόεδρο. Το πρώτο σοβαρό πισωγύρισμα για το σχέδιο ευρωπαϊκής ενοποίησης που επί 50 ολόκληρα χρόνια έμοιαζε να προχωρά ακάθεκτο σε έναν ανέφελο ορίζοντα.

Το μάθημα ήταν καθαρό. Πως είναι επικίνδυνο να παίζεις πολιτικά παιχνίδια με θέματα που υπερβαίνουν το εθνικό πολιτικό ταμπλό. Πως είναι ακόμη πιο επικίνδυνο να μεταθέτεις ένα θέμα εσωκομματικής ατζέντας στην κάλπη ενός δημοψηφίσματος. Και πως –κυρίως –όταν οι πολίτες καλούνται να ψηφίσουν σε ένα δημοψήφισμα έχουν την τάση να λένε τη γνώμη τους όχι τόσο επί του ερωτήματος που τους απευθύνθηκε όσο επί του προσώπου ή του θεσμού που έθεσε το ερώτημα. Κι αν χρειαζόταν επιβεβαίωση το μάθημα, την επιβεβαίωση την έδωσε το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015. Οπου το εκλογικό σώμα προσήλθε στις κάλπες όχι για να απαντήσει σε ένα ερώτημα –ερώτημα δεν υπήρχε καν, άλλωστε –αλλά για να πει Οχι σε εκείνους που του ζητούσαν να πει Ναι. Αλλο αν το μετάνιωσε, μετά.

Το βρετανικό δημοψήφισμα, λοιπόν, ήταν κάτι σαν «τρις εξαμαρτείν» –που για εκείνον που το σκέφτηκε δεν είναι «ανδρός σοφού» έργο. Αποδείχθηκε ότι, προσπαθώντας να λύσει ένα εσωκομματικό του πρόβλημα, την ευρωσκεπτικιστική πίεση στο Συντηρητικό Κόμμα, με προσφυγή σε δημοψήφισμα, ο Κάμερον οδήγησε τον εαυτό του σε μια ήττα και τη χώρα του σε μια συμφορά. Αποδείχθηκε επίσης ότι το Διχασμένο Βασίλειο ψήφισε με κυρίαρχο καύσιμο μια βαθιά δυσθυμία, που αναζητά τον βολικό αποδιοπομπαίο τράγο στους ψυχρούς γραφειοκράτες των Βρυξελλών και στους μυθικούς μετανάστες «που μας παίρνουν τις δουλειές». Αποδείχθηκε, τέλος, ότι ακόμη και εκεί όπου το ερώτημα υπάρχει και είναι σαφές, ένα δημοψήφισμα δεν απαντά ποτέ, απλώς, σε κάποιο ερώτημα. Δίνει την ευκαιρία στους πολίτες να αποδοκιμάσουν εκείνους που το θέτουν –εν προκειμένω «τις ελίτ», τις «αγορές», τους «κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης». Και μετά, γαία πυρί μειχθήτω.

Αλλά το θέμα, προφανώς, δεν είναι τα δημοψηφίσματα. Το θέμα είναι η Ευρώπη. Οχι η καλοζωισμένη, γραφειοκρατική Ευρώπη των Βρυξελλών ή η αυστηρή, αγέλαστη προτεσταντική Ευρώπη της βερολινέζικης λιτότητας. Η Ευρώπη, ως τελευταίο καταφύγιο των ελευθεριών, της ανεκτικότητας, των δικαιωμάτων, της φιλοδοξίας, μια ισχυρή, ενοποιημένη πολιτική δύναμη να ρυθμίζει τις τυφλές δυνάμεις των αγορών, ώστε να τις κάνει συμβατές με την ευημερία και τη συνοχή των κοινωνιών. Αυτή η Ευρώπη είναι που ηττήθηκε στο βρετανικό δημοψήφισμα. Μην κοροϊδευόμαστε. Αυτήν την Ευρώπη πρέπει να υπερασπιστούν όσοι πιστεύουν σε αυτήν, στις δύσκολες μέρες που έρχονται.

Να την υπερασπιστούν απέναντι στα κύματα του ευρωσκεπτικιστικού, ακροδεξιού λαϊκισμού που είναι βέβαιο ότι θα φουντώσουν στο Παρίσι και στο Αμστερνταμ, στη Βουδαπέστη, στη Βιέννη και στη Βαρσοβία, στην Κοπεγχάγη, στο Ελσίνκι ή στο Τορίνο. Να την υπερασπιστούν, επίσης, απέναντι στα σχέδια να συρρικνωθεί το ευρωπαϊκό σχέδιο σε έναν μικρό πυρήνα ικανών και προθύμων, στα όρια της Ευρώπης του Καρλομάγνου, με πρωτεύουσα το Μόναχο.

Κατά κάποιον τρόπο, αυτές οι δύο τάσεις αλληλοτροφοδοτούνται. Ενισχύει η μία την άλλη. Μόνο που εμείς, ως χώρα, εμείς ως πολίτες της Ευρώπης δεν έχουμε θέση σε καμία από τις δύο.