Επιστρέφοντας ξημερώματα από ένα μπαρ άνοιξα την τηλεόραση και αντίκρισα τη φωτογραφία του και από κάτω τις χρονολογίες 1919-1996. Η κλασική μουσική υπόκρουση –που σχεδόν πάντα στην Ελλάδα εκλαμβάνεται ως πένθιμη –δραματοποιούσε την είδηση. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε περάσει στο επέκεινα.

Τα μέσα της δεκαετίας του ’90 σημαδεύτηκαν από μια σειρά θανάτων, μια συντεταγμένη αποχώρηση της παλαιάς –ή όχι και τόσο παλαιάς –φρουράς. Ο Μάνος Χατζιδάκις, η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιώργος Γεννηματάς, η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Προσωπικότητες μυθικού εκτοπίσματος, που έδωσαν τα ονόματά τους σε νοσοκομεία και σε θέατρα, που αγιογραφήθηκαν από όσους διεκδικούσαν ένα κομμάτι από την κληρονομιά τους, σπανίως όμως επανεξετάστηκαν ψύχραιμα από την απόσταση του χρόνου.

Η μακροχρόνια ασθένεια που είχε προηγηθεί έκανε το τέλος του Ανδρέα Παπανδρέου σχεδόν αναμενόμενο. Η ακριβής στιγμή ωστόσο που αυτό επήλθε επηρέασε καταλυτικά τις εξελίξεις. Ανέτρεψε πολλών τους σχεδιασμούς. Εάν είχε ζήσει τρεις μόλις ημέρες ακόμα, ο Ανδρέας Παπανδρέου θα είχε εμφανιστεί, θα είχε έστω στείλει μήνυμα, στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και θα είχε κατά πάσα πιθανότητα υποδείξει ο ίδιος τον διάδοχό του στην ηγεσία του Κινήματος.

Θυμίζω ότι λίγους μήνες νωρίτερα ο Κώστας Σημίτης είχε απροσδόκητα αναδειχθεί πρωθυπουργός με τις ψήφους των βουλευτών της συμπολίτευσης. Ο Ακης Τσοχατζόπουλος αδημονούσε να πάρει τη ρεβάνς. Να κερδίσει το κόμμα, εγκαθιδρύοντας έτσι μιαν ιδιότυπη δυαρχία. Πίστευε –βασίμως; –ότι ο Ανδρέας θα τον υποστήριζε. Ισως η Ιστορία να έβγαλε τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ από μια πολύ δύσκολη θέση. Ισως να τον απήλλαξε από το βάρος μιας απόφασης η οποία θα τον εξέθετε στα μάτια των κατοπινών.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Ελλάδα –και ας μην είχε κερδίσει τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 –διακατεχόταν από μιαν απεριόριστη σχεδόν αισιοδοξία. Απ’ την ακράδαντη πεποίθηση ότι νέοι, λαμπροί καιροί ξημέρωναν. Ακόμα και ο μεταπολιτευτικός διχασμός σε πράσινους και σε γαλάζιους ξεθώριαζε.

Κατά την τρίτη κυβερνητική θητεία του, που ξεκίνησε το 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου ελάχιστα θύμιζε τον παλιότερο, ριζοσπάστη, εμπρηστικό για τους αντιπάλους, αντιαμερικανό ηγέτη. Είχε εξελιχθεί σε έναν αξιοσέβαστο σοσιαλδημοκράτη, ο οποίος επισκεπτόταν τον Λευκό Οίκο και αγκάλιαζε πατρικά τον Μπιλ Κλίντον. Με υπουργό Οικονομικών τον Γιώργο Γεννηματά, είχε ρίξει τους σπόρους του «εκσυγχρονισμού», που έμελλε να εξελίξει σε κυρίαρχο ιδεολόγημά του ο Κώστας Σημίτης. Στις εμβριθείς παρεμβάσεις του, προβληματιζόταν για το μέλλον της Ευρώπης. Το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», η θεωρία του τρίτου δρόμου προς τον σοσιαλισμό ανήκαν οριστικά στο παρελθόν.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου στα στερνά του είχε επιστρέψει στην πολιτική του αφετηρία της δεκαετίας του ’60. Είχε γίνει ξανά ένας προοδευτικός, κοσμοπολίτης διανοούμενος, με αναπτυξιακό σχέδιο για την Ελλάδα εναρμονισμένο με τις διεθνείς εξελίξεις.

Μία ζωή σαν του Ανδρέα Παπανδρέου επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Καθένας μπορεί να τη φωτίσει όπως προτιμά. Να δώσει έμφαση και βάρος στα σημεία της με τα οποία ο ίδιος ταυτίζεται.

Το να εμμένει όμως κανείς στην κουτσογιώργεια περίοδο του Ανδρέα ή το να ανακηρύσσει σε ιδεολογική πυξίδα του το Μανιφέστο της 3ης Σεπτέμβρη –ένα κείμενο εντελώς άλλης από τη σημερινή εποχής –είναι σαν να διαλέγει από ολόκληρο το μουσικό έργο του Μάνου Χατζιδάκι το «Νιάου, νιάου βρε γατούλα». Μεγάλο σουξέ στον καιρό του, το οποίο ο ίδιος ο συνθέτης του είχε ρητά αποκηρύξει.